Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Βράδυ στη λεωφόρο


Μέσα σε αυτήν την πόλη περιπλανιέμαι, άσκοπα ή μη, πάνω σε δύο τροχούς.

Η βαρύτητα με τραβάει κατά μήκος της άδειας λεωφόρου.

Μοναδική παρέα τα κίτρινα φώτα των δρόμων,

τα ομοιόχρωμα πετρελαιοκίνητα και σκοτεινές φιγούρες στο πεζοδρόμιο.


Το κρύο που με τρυπάει με κρατάει σε εγρήγορση.

Πηγάζει από ένα περιφραγμένο, περικυκλωμένο από γκρι, πράσινο.

Το βλέμα χάνεται σε ένα φωτεινό μαύρο προς τα επάνω.

Γραμμή λευκή, γραμμή κίτρινη και γκρί ανάμεσα.


Τα φανάρια βάφονται πράσινα και μου ανοίγουν ευγενικά τον δρόμο.

Σηκώνομαι όρθιος στα δύο πετάλια.

Τα μάτια μου δακρύζουν.

Από μια παγωμένη αύρα που οι ποιητές ονομάζουν χαρά.


Στροφή δεξιά το τέλος της βαρυτικής έλξης.

Όλα έχουν τους νόμους τους.

Εμείς;

Τώρα όχι.


Στροφή αριστερά, μέσα σε στενά.

Ενας άνθρωπος περπατάει, με κοιτάει.

Μπορεί να έχει πολλά να μου πει.

Εγώ αφήνω τον εαυτό μου πάλι στην βαρύτητα, την εμπιστεύομαι.


Η βαρύτητα είναι ο μόνος νόμος που σε τραβάει προς τα κάτω.

Με ειλικρίνεια.

Δίκαια.

Όλους.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Η Αθήνα με σύννεφα...






Εξομολογήσεις ενός έγκλειστου στη μητρόπολη.

Ξύπνησα με το ξυπνητήρι του κινητού μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Σκοτάδι. Από το παράθυρο έμπαινε το φώς της πόλης. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη. Η πρώτοι θόρυβοι από τα φορτηγά που μετέφεραν κάθε λογής εμπορεύματα μπήκε στο δωμάτιο. Σηκώθηκα. Το δωμάτιο ήταν κρύο. Έβαλα μια φόρμα που βρήκα μπροστά μου. Την είχα αφήσει επίτηδες εκεί από το βράδυ. Ήξερα την δουλειά με τα χειμωνιάτικα πρωινά. Άνοιξα το φώς του αποροφητήρα και ξεκίνησα να φτιάχνω καφέ. Σε μία ώρα έπρεπε να είμαι στην δουλειά. Αραγε θα προλάβαινα να δω το ξημέρωμα πριν τη δουλειά; Άνοιξα το παράθυρο να δω αν βρέχει. Ψιχάλιζε. Πρίν το κλείσω πρόλαβαν να μπούν κάτι σειρήνες από περιπολικά ή από ασθενοφόρα. Πότε δεν κατάφερα να ξεχωρήσω την διαφορά. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Μουσική.Καφές.Τσιγάρο.

Ντύθηκα και κατέβηκα. Αραιός κόσμος αγουροξυπνημένος να πηγαίνει στην δουλειά βιαστικά. Ξενυχτησμένος από κάποια εκπομπή που πάντα λέει την αλήθεια στην τηλεόραση. Ισως και από ένα δραματικό ή και ακόμα, κωμικό σίριαλ. Μπαίνω και γώ στο ρόλο. Κατευθύνομαι στο μετρό περνώντας διαδοχικά από ερηπωμένα νεοκλασσικά, ψιλικατζίδικα, σκουπίδια και μπουρδέλα. Προσπαθώ να μην με πατήσουν αυτά τα πρωινά φορτηγά.

Μπαίνοντας στο μετρό συνειδητοποιείς τι ώρα πας για δουλειά. Αντικρίζω ταλαιπωρημένες εργάτριες και εργάτες, καθαρήστριες. Μετανάστες κυρίως, που ήρθαν εδώ για ένα καλύτερο παρόν ή μέλλον. Από το βλέμμα τους καταλαβαίνεις ότι δεν το βρήκαν.Είναι πρίν της εφτά. Σε δύο ώρες αυτά τα ίδια τα βαγόνια θα γεμίσουν από όμορφες πωλήτριες, υπαλλήλους, φοιτητές και εμπόρους.Λίγο πιο ψεύτικα βλέματα θα αντικρύσεις. Η ίδια μιζέρια όμως. Παραδομένοι όλοι και γώ μαζί σε ένα συλλογικό ναι, είμαστε σκλάβοι. Και να κοιτάμε ο ένας τον άλλον πότε θα πεί το όχι και κανείς να μην το λέει.

Βγαίνοντας από το μετρό το θέαμα του ουρανού το ξημέρωμα διώχνει κάθε τι άσχημο από το μυαλό, αλλα κρατάει λίγο. Από τα παράθυρα του τράμ παρατηρώ τα πρώτα μποτιλιαρίσματα. Η άνεση πληρώνεται με χρόνο και νεύρα.

Φτάνω στην δουλειά μετά από αυτη τη γαμημένη ανηφόρα που μου θυμίζει κάθε φορά να κόψω το τσιγάρο. Ανοίγω πόρτα. Ανάβω τσιγάρο. Πρέπει να σκεφτώ. Σκέφτομαι τα πράγματα που πρέπει να φορτώσω. Τα καταφέρνω να πάρω παραπάνω τελικά. Βάζω μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ακούω τους τσίγκους να γδέρνονται μεταξύ τους καθώς κατεβαίνει η πόρτα της αποθήκης. Μουσική, τσιγάρο, οδήγηση.

Κολλημένος στην κίνηση. Απαθής, χαζεύω τους τροχονόμους να παίρνουν την θέση τους στις διασταυρώσεις. Αμπελοφιλοσοφίες να περνούν από το μυαλό στο άκουσμα των πρώτων ειδήσεων στο ραδιόφωνο. Η κοινωνία εκπληρώνει για ακόμη μία φορά το χρέος της, παραμένει στα ίδια σκατά.

Φθάνω στον προορισμό μου. Τα χλιδοχάλια που περίμενα. Ξεφορτώνω και κάνω επαναλαμβανόμενες απόπειρες παρκαρίσματος. Τελικά τα σκάω σε ιδιωτικό πάρκινγκ. Το ξενοδοχείο μου προκαλεί εμετό. Συγρατιέμαι. Κυριλέ κυράτσες και κωλόγεροι. Υπάλληλοι δουλικότεροι από το συνηθισμένο. Με αγριοκοιτάζουν. Τους χαμογελώ. Φύγαν με γκόλ από τα αποδυτήρια. Στήνω μηχανήματα. Αράζω. Για 5 ώρες. Περιμένοντας το τεστ. Κενό. Τεστ. Φεύγω.
Παίρνω κατευθείαν μετρό το βράδυ πρέπει να ξαναπάω να πάρω αυτά και το αμάξι.

Πολύς κόσμος στο μετρό. Αλλοι για βόλτα. Άλλοι σχολάνε και εγώ μέσα σ΄αυτούς. Μια κοπέλα μου δίνει το εισιτηριό της. Είναι λίγο αλαφιασμένη. Την ευχαριστώ.

Βγαίνω στην επιφάνεια. Ο δρόμος έχει κίνηση. Κατευθύνομαι στο σουπερ μάρκετ γιατί πεινάω σαν πούστης. Φτάνω σπίτι. Φαί στη φωτιά, χαρτάκια, καπνός, χόρτο, μουσική. Ετοιμάζεται να βρέξει πάλι και γώ χαζεύω τα σύννεφα. Ο ουρανός είναι ακόμη το τελευταίο πράγμα που δεν έχει καταφέρει να καταβροχθίσει αυτή η μητρόπολη. Τον πολεμάει με τις εξατμίσεις και τα φουγάρα. Αυτός όμως την μπουγελώνει. Για να μπορέσει να δει τα χάλια της μέσα στους αντικατοπτρισμούς των νερών στους δρόμους. Περνάω αρκετή ώρα χαζεύοντας τα σύννεφα. Δεν λέει να βρέξει. Τρώω και με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Ξυπνάω για να σηκώσω το τηλέφωνο. Κανονίζω κάποια στιγμή που μου φαίνεται πολύ αργότερα μπύρες. Σηκώνομαι. Καφές. Μπάφος.

Κατεβαίνω εξάρχεια και καταλήγω σε ένα πρώην καφενείο, νυν κουλτουρο-καφέ. Το άβατο του Χρυσοχοίδη αλλώνεται σιγά-σιγά. Από εμάς τους ίδιους. Και την ίδια ανάπτυξη της υπόλοιπης πόλης. Μπύρα. Κουβέντες. Ο κόσμος δεν την παλεύει.

Φεύγω από εξάρχεια. Πάω για να τελειώσω τη δουλειά. Φτάνω στο ξενοδοχείο-στόχος κάθε πορείας. Μια γραβάτα στην είσοδο με καλησπερίζει. Μου κλείνει το δρόμο και περιμένει εξηγήσεις γιατί τολμάω να κυκλοφορώ στο λόμπυ με την αμφίεση που έχω. Του εξηγώ ότι δεν έχω καμία σχέση με τους υπόλοιπους εμετικούς τύπους που περιφέρονται στο χώρο και ότι έχω ερθει για δουλειά. Απομακρύνεται. Ευτυχώς γιατί έχω πιεί μπύρες και η επίρεια του χόρτου έχει περάσει ανεπιστρεπτί.

Μάζευω αυτά που έχω να μαζέψω και φεύγω. Γυρνάω σπίτι. Πέφτω για ύπνο.

Αν αυτή ήταν η τελευταία μέρα της ζωής μου, έτσι θα την περνούσα;

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Μπράβο κύριε υπουργέ τυχερών παιγνίων.


Καταφέρατε να μην καεί η Αθήνα. Αποδείξατε και εσείς όπως και η προηγούμενη κυβέρνηση ότι σας ενδιαφέρουν πιο πολύ οι τζαμαρίες και οι τράπεζες παρά οι ανθρώπινες ζωές. Όχι μόνο το αποδείξατε, αλλά επαυξήσατε κιόλας με τον καλά οργανωμένο στρατό κατοχής να ρίχνει τόνους χημικούς, να πατάει διαδηλωτές, να ξυλοφορτώνει διαδηλωτές, να προσαγάγει και να συλλαμβάνει στο σορό διαδηλωτές. Κρατήστε τις τζαμαρίες σας λοιπόν για τα χριστούγεννα. Ξεχνάτε όμως ότι ο κόσμος πεινάει και δεν πρόκειται να ψωνίσει από αυτές τις μη-σπασμένες τζαμαρίες καθώς θα χρωστάει ακόμη στις μη-σπασμένες τράπεζες. Αλλά φυσικά όλα αυτά θα τα δείτε και ο ίδιος από τις μη-σπασμένες κάμερες σας.

Το οργανώσατε καλά το σχέδιο σας. Πληρώνετε με τα δικά μας λεφτά 9000 μπάτσους σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη να μας αποτρέπουν από το να κατεβαίνουμε κέντρο. Βάλατε ακόμη και τα κανάλια να εξυμνούν την μεγαλειώδη επιτυχία του σχεδίου. Και έχετε και ένα ελικόπτερο να πετάει εκεί πάνω για να μας θυμίζει οτί εδώ δεν είναι Αθήνα. Είναι Καμπούλ.

Καταφέρατε να αποδείξετε σε παιδιά το πολύ 20 χρονών ότι εάν πετάξεις ένα νεράτζι σε ένα μπάτσο αυτός θα σε δείρει, θα σε ψεκάσει με χημικά απογορευμένα σε καιρό πολέμου και τέλος θα σε στείλει στη δικαιοσύνη με συνοπτικές διαδικασίες και μετά φυλακή.

Τώρα εάν κάποιο από αυτά τα παιδιά αποφασίσει ότι με νεράτζια και πέτρες δεν γίνεται η δουλειά και πάρει κανένα γκάνι στο χέρι και αρχίσει και θερίζει ένστολους (διότι και αυτό όπως και οι ένστολοι δεν θα ξεχωρίζει ανθρώπους αλλά πλήθος), να σας καταλογήσω την ευθύνη ή μήπως όχι;

Εάν ο οποιοσδήποτε επαναστατικός αγώνας ρίξει μια ρουκέτα σε αυτό το ελικόπτερο που εδώ και μια βδομάδα δεν μας έχει αφήσει σε ηρεμία, θα μας πείτε ότι έχουμε πόλεμο; Δηλαδή τί; Να πάρουμε και εμείς τα όπλα που είμαστε εναντίον των πολιτικών σας επιλογών;

Ή μαζί σας ή εναντίον σας;(ο τελευταίος που είχε πεί αυτήν τη μαλακία έφαγε παπούτσι να σας θυμήσω).

Κάποτε όλο αυτό κύριε προπατζή το λέγανε φασισμό. Τώρα το λέμε δημοκρατία μηδενικής ανοχής(λίγο οξύμωρο δεν είναι αυτό αγαπητέ;). Δεν βαριέσαι όνοματα είναι αυτά, αλλάζουν.

Πόσο μεγάλη θα ήτανε επίσης η χάρα σας όταν εισβάλατε σε πολιτικό χώρο και στη συνέχεια σε δημόσιο χώρο που λάμβανε δράση πολιτική πράξη και συλλάβατε τους νεαρούς εν δυνάμει ταραξίες. Μας δείξατε επιτέλους ότι κάθε χώρος ιδιωτικός ή δημόσιος που έχει στοιχειώδη εργαλεία (σφυρια, καλέμια, τρυπάνια κ.α.), στοιχειώδη εύφλεγκτα υλικά (γκαζάκι, οινόπνευμα κ.α.) και στοιχειώδη ανακύκλωση συσκευασιών(μπουκάλια κ.α.) είναι γιάφκα. Με την προυπόθεση βέβαια ότι ο χώρος χρησιμοποιήται από νοήμοντα πολιτικά όντα.

Μπράβο σας λοιπόν κύριε Χρυσοχοίδη, νικήσατε! Όπως και ο Χίτλερ τα πρώτα του χρόνια στην εξουσία.

Σαν πολίτης να σας πω όμως την ταπεινή μου γνώμη.



ΕΙΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΙΝΑΦΙ ΣΑΣ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ.



υ.γ. Είστε επικινδυνότεροι από τους προκατόχους σας(μην το πάρετε σαν κοπλιμέντο, δεν είναι).

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Δεν είναι απλά μια επέτειος...

O

Λ

Ο

Ι


Σ

Τ

Ο

Υ

Σ



Δ

Ρ

Ο

Μ

Ο

Υ

Σ

!

Γκρι τα πραγματα...


...αυτες τις μερές...


...νομίζεις ότι ο καιρός αυτός μας ταιριάζει...

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Τέλος Νοέμβρη (ετεροχρονισμένα)





Η νέα μου αυτοχωροθέτηση τελειώνει σιγά-σιγά. Άιντες γιατί πολύ καιρό έλειψα από τα εγκόσμια.
Τα εγκόσμια στα οποία πλησιάζει και πλανάται πάνω τους ένας Δεκέμβρης.

Θα γίνει αφορμή για νέο αντάμωμα ανθρώπων και δημιουργία όμορφων καταστάσεων;

Ή μήπως θα ξεκινήσει άλλη μία ''επέτειος'' στο ύφος του πολύτεχνείου του '73, στο οποίο και φέτος πέσανε σα λυσασμένα σκυλιά τα κόμματα να καρπώθουν την τότε εξέγερση που είχε πολλά κοινά στοιχεία με τον περσινό Δεκέμβρη, μέχρις να μεγαλώσουν οι τώρα εξεγερμένοι και να διεκδικήσουν και αυτοί πλέον ως κουρασμένοι επαναστάτες εξουσία;

Πάνω από όλα όμως η οργή για κάποιους ευτυχώς δεν σβήνει.

Πέρα από αυτό η ''πράσινη αλλάγη'' γίνεται φοροεισπρακτηκότερη και αστυνομικότερη και το πλήθος στενάζει με αμανέδες από την Ιστανμπούλ μιας και τώρα η Aegean έχει καθημερινές πτήσεις.

Οι εναλλακτικοί σχεδιάζουν εξωτικά ταξίδια για φαντασμαγορικά μουσεία, ηφαίστεια, ανήλικες πόρνες και ότι άλλο κυκλοφορεί στα ντοκυμαντέρ του σκάι και σε κάθε καθώς πρέπει εναλλακτικό μετα-φοιτητικό μπάρ.

Οι μικροαστικότεροι των εναλλακτικών τακτοποιούν σπιτικά και ανταλλάσουν αυτοκινούμενα κονσερβοκούτια εφόσον χάσαν την απόσυρση(ευτυχώς γιατί δεν παλευόταν άλλο το άγχος από την πτώση της αγοράς αυτοκινήτου λόγω κρίσης).

Η φύση ώς γνωστόν μας λείπει και την βλέπουμε με το μακαρόνι και μάλλον της λείπουμε και εμείς γι΄αυτό και μας κάνει τέτοιο καιρό μπας και γλυκαθούμε και ξεμιτήσουμε από την μητρόπολη και αυτό-εμφανιστούμε σε κανένα βουνό.

Και μιας και έκανα λόγο για τον καιρό να του πώ και γώ με την σειρά μου ότι μας έχει γαμήσει με τις υγρασίες που έκανε
τελευταία.

Τι τα θές όμως τέλος Νοέμβρη και βλέπουμε..

Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2009

ΧΑΟτικά

Μια ηρεμία που πηγάζει από το εξωτερικό χάος με κυριεύει.

Δεν είναι καν οξύμωρο το σχήμα.Το χάος γεννά ζωή.Οποιος διαφωνεί ας διαβάσει λίγο περί της θεωρίας του χάους.Θα καταλάβει ότι ακόμη και μέσα στον καφέ που πίνει ισχύουν αυτοί οι φυσικοί νόμοι.

Ας το καταλάβουμε, η τάξη δεν είναι ο κανόνας στη φύση. Καλά θα ήταν άμα, αλλά δεν. Οποιος επομένως αναζητεί την τάξη εναντιόνεται στην ιδια του τη φύση, ας μην αυταπατάται.

Ετσι και γω βαδίζοντας στην αταξία του μυαλού μου δημιουργώ νέους κόσμους. Οχι για την ανθρωπότητα, ούτε για τα παιδιά μου.Για την ψυχή μου.

Για την ψυχή η οποία σιγά σιγά συντονίζει με το ρυθμό του Κόσμου.

Χαοτικά, ανώριμα, παίζοντας,ζάρια.

Καθώς αυτή συντονίζει ακούω όλους τους κραδασμούς από τα έγκατα της γης μέχρι τους αστεροιδείς που οι τροχιές τους ανταμώνουν.

Απαρνούμε ότι προσπαθεί να μου θυμίσει τι θα έπρεπε να κάνω κάθε στιγμή.
Πότε με κυριεύει η αδράνεια των βουνών και πότε η φυγόκεντρος δύναμη της γης της ίδιας.
Και με πιάνει και με τινάζει στα όρια του σύμπαντος. Στα όρια της ύπαρξης μου.
Γιατί χωρίς την ύπαρξη του εαυτού μου δεν θα υπήρχε το σύμπαν (απροσδιοριστία φίλε μου).

Είμαστε το παν. Μπορούμε να κάνουμε τα πάντα.Και τα κοάλα επίσης.

Ας επικοινωνήσουμε...

Χρώματα του φθινοπώρου

Μέσα στην ζαλάδα της υποχρεωτικής κοινωνικοποίησης,

γεννιέται η βία του φλέρτ υπό την μπαρόβια σκέπη απομακρυσμένων τόπων.

Η γνωριμία του κάθε σαββάτου, ανειλικρινής μέσα στις ορμές της.
Η γνωριμία της δευτέρας ειλικρινής και δύσκολη λόγω της αλλοτρίωσης της μέρας.

Το μπουκάλι με το ουίσκι λειτουργεί σαν μεγενθυντικός φακός πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις.

Απλοποιεί την επικοινωνία. Ηττα από τα αποδυτήρια είναι, όταν κάτι οφείλει από τη μήτρα του να είναι απλό.

Και ένα ακόμη σάββατο έφτασε.

Ο θρίαμβος του μικροαστισμού στα πόδια μας ξεχύνεται σαν εμετός ένα ξημέρωμα σε μια γκρίζα πόλη.

Και όσοι είναι ακόμη ζωντανοί θαρρείς να γίνονται και κείνοι γκρί λες και θέλουν να κρυφτούν,να μην τους βρει η αυγή.

Η αμήχανη ευτυχία ενός κόσμου που οδεύει ολοταχώς προς την επόμενη 8ωρη πενθήμερη ήττα του, απέχει πολύ από το κυριακάτικο γέλιο των πιτσιρικάδων στις γειτονιές.

Ο καφές χλωμιάζει πιο πολύ το πρόσωπο.

Παίρνει μακρυά και τα τελευταία υπολλείματα συνειδητής αυτο-άγνοιας.

Είμαι όμως έτοιμος και πάλι να ριχτώ σε αυτήν την αρένα με τα θηρία.

Οταν το μόνο που θα ήθελα είναι λίγο ακόμη από αυτά τα φθινοπωρινά χρώματα σε ένα κάστρο που ποτέ δεν είδα...

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Αυτό συμβαίνει...



υ.γ. αφιερωμένο στα πιο ωραία μπυράκια των λίγων ημερών στην Αθήνα...

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

μΠΑτΣΟΚ




Αφιερωμένο στον κ.Χρυσοχοίδη.




Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Έφυγα....


Λοιπόν με όλη αυτή την εκλογολαγνεία των ΜΜΕ,αποφάσισα να μεταναστεύσω λίγες μέρες μακρυά από τον τόπο που ψηφίζω.

Υπομονή λοιπόν μέχρι να καταλαγιάσει η σκόνη των εκλογών.Σκόνη η οποία μάλλον λευκή είναι έτσι που βλέπω όλους τους παρατρεχάμενους των εκλογών να γυαλίζει το μάτι τους!!!

Τα λέμε σε καμιά βδομάδα με περισσότερες ιστορίες αίματος και μυστηρίου!ΨΥΧ δηλαδή φάση για όσους νοούν!

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Περιθώριο



υ.γ. αφιερωμένο σε όσους χτυπήθηκαν από τα εκλόγο-δημοκρατικά πογκρόμ αυτές τις μέρες...

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Requiem για μια παραλία της Κρήτης...

Within the fire
And out upon the sea
Crazy man Michael was walking
He met with a raven
With eyes black as coal
And shortly they were talking

your future, your future
I will tell to you
Your future
You often have asked me
Your true love will die
By your own right hand
And crazy man Michael
Will cursed be

Michael he ranted
And Michael he raved
And he beat at the four winds
With his fists-o
He laughed and he cried
He shouted and he swore
For his mad mind
Entrapped him with a fist-hold

you speak with an evil
You speak with a hate
You speak for the devil
That haunts me
For is she not the fairest
In all the broad land?
Your sorcerers words
Are to taunt me

He took out his dagger
Of fine and broad steel
And he struck down the raven
Through the heart-o
The bird fluttered long
And the sky it did spin
And this cold earth did
Wander round startled

Oh where is the raven
That I struck down dead
And here did lye
On the ground-o?
I see my true love
With a wound so red
Where her lovers heart
It did pound-o

Crazy man Michael
He wanders Im told
And he talks through
The night and the day-o
But his eyes they are sane
And his speech is plain
But he longs to be far away-o

Michael he whistles
The simplest of tunes
As he asks of the wild wolves
Their pardon
But his true love has flown
Into every flower grown
And he must be keeper
Of the garden


Born into this

The secret of endurance

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

Sth new...



υ.γ.το βρήκα μόνο σε ραδιοφωνική εκτέλεση

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Charles Bukowski - The most beautiful woman in town.

Cass was the youngest and most beautiful of 5 sisters. Cass was the
most beautiful girl in town. 1/2 Indian with a supple and strange body, a
snake-like and fiery body with eyes to go with it. Cass was fluid moving
fire. She was like a spirit stuck into a form that would not hold her. Her
hair was black and long and silken and whirled about as did her body. Her
spirit was either very high or very low. There was no in between for Cass.
Some said she was crazy. The dull ones said that. The dull ones would never
understand Cass. To the men she was simply a sex machine and they didn't
care whether she was crazy or not. And Cass danced and flirted, kissed the
men, but except for an instance or two, when it came time to make it with
Cass, Cass had somehow slipped away, eluded the men.
Her sisters accused her of misusing her beauty, of not using her mind
enough, but Cass had mind and spirit; she painted, she danced, she sang, she
made things of clay, and when people were hurt either in the spirit or the
flesh, Cass felt a deep grieving for them. Her mind was simply different;
her mind was simply not practical. Her sisters were jealous of her because
she attracted their men, and they were angry because they felt she didn't
make the best use of them. She had a habit of being kind to the uglier ones;
the so-called handsome men revolted her- "No guts," she said, "no zap. They
are riding on their perfect little earlobes and well- shaped nostrils...all
surface and no insides..." She had a temper that came close to insanity, she
had a temper that some call insanity. Her father had died of alchohol and
her mother had run off leaving the girls alone. The girls went to a relative
who placed them in a convent. The convent had been an unhappy place, more
for Cass than the sisters. The girls were jealous of Cass and Cass fought
most of them. She had razor marks all along her left arm from defending
herself in two fights. There was also a permanent scar along the left cheek
but the scar rather than lessening her beauty only seemed to highlight it. I
met her at the West End Bar several nights after her release from the
convent. Being youngest, she was the last of the sisters to be released. She
simply came in and sat next to me. I was probably the ugliest man in town
and this might have had something to do with it.
"Drink?" I asked.
"Sure, why not?"
I don't suppose there was anything unusual in our conversation that
night, it was simply in the feeling Cass gave. She had chosen me and it was
as simple as that. No pressure. She liked her drinks and had a great number
of them. She didn't seem quite of age but they served he anyhow. Perhaps she
had forged i.d., I don't know. Anyhow, each time she came back from the
restroom and sat down next to me, I did feel some pride. She was not only
the most beautiful woman in town but also one of the most beautiful I had
ever seen. I placed my arm about her waist and kissed her once.
"Do you think I'm pretty?" she asked.
"Yes, of course, but there's something else... there's more than your
looks..."
"People are always accusing me of being pretty. Do you really think I'm
pretty?"
"Pretty isn't the word, it hardly does you fair."
Cass reached into her handbag. I thought she was reaching for her
handkerchief. She came out with a long hatpin. Before I could stop her she
had run this long hatpin through her nose, sideways, just above the
nostrils. I felt disgust and horror. She looked at me and laughed, "Now do
you think me pretty? What do you think now, man?" I pulled the hatpin out
and held my handkerchief over the bleeding. Several people, including the
bartender, had seen the act. The bartender came down:
"Look," he said to Cass, "you act up again and you're out. We don't
need your dramatics here."
"Oh, fuck you, man!" she said.
"Better keep her straight," the bartender said to me.
"She'll be all right," I said.
"It's my nose, I can do what I want with my nose."
"No," I said, "it hurts me."
"You mean it hurts you when I stick a pin in my nose?"
"Yes, it does, I mean it."
"All right, I won't do it again. Cheer up."
She kissed me, rather grinning through the kiss and holding the
handkerchief to her nose. We left for my place at closing time. I had some
beer and we sat there talking. It was then that I got the perception of her
as a person full of kindness and caring. She gave herself away without
knowing it. At the same time she would leap back into areas of wildness and
incoherence. Schitzi. A beautiful and spiritual schitzi. Perhaps some man,
something, would ruin her forever. I hoped that it wouldn't be me. We went
to bed and after I turned out the lights Cass asked me,
"When do you want it? Now or in the morning?"
"In the morning," I said and turned my back.
In the morning I got up and made a couple of coffees, brought her one
in bed. She laughed.
"You're the first man who has turned it down at night."
"It's o.k.," I said, "we needn't do it at all."
"No, wait, I want to now. Let me freshen up a bit."
Cass went into the bathroom. She came out shortly, looking quite
wonderful, her long black hair glistening, her eyes and lips glistening, her
glistening... She displayed her body calmly, as a good thing. She got under
the sheet.
"Come on, lover man."
I got in. She kissed with abandon but without haste. I let my hands run
over her body, through her hair. I mounted. It was hot, and tight. I began
to stroke slowly, wanting to make it last. Her eyes looked directly into
mine.
"What's your name?" I asked.
"What the hell difference does it make?" she asked.
I laughed and went on ahead. Afterwards she dressed and I drove her
back to the bar but she was difficult to forget. I wasn't working and I
slept until 2 p.m. then got up and read the paper. I was in the bathtub when
she came in with a large leaf- an elephant ear.
"I knew you'd be in the bathtub," she said, "so I brought you something
to cover that thing with, nature boy."
She threw the elepahant leaf down on me in the bathtub.
"How did you know I'd be in the tub?"
"I knew."
Almost every day Cass arrived when I was in the tub. The times were
different but she seldom missed, and there was the elephant leaf. And then
we'd make love. One or two nights she phoned and I had to bail her out of
jail for drunkenness and fighting.
"These sons of bitches," she said, "just because they buy you a few
drinks they think they can get into your pants."
"Once you accept a drink you create your own trouble."
"I thought they were interested in me, not just my body."
"I'm interested in you and your body. I doubt, though, that most men
can see beyond your body."
I left town for 6 months, bummed around, came back. I had never
forgotten Cass, but we'd had some type of arguement and I felt like moving
anyhow, and when I got back i figured she'd be gone, but I had been sitting
in the West End Bar about 30 minutes when she walked in and sat down next to
me.
"Well, bastard, I see you've come back."
I ordered her a drink. Then I looked at her. She had on a high- necked
dress. I had never seen her in one of those. And under each eye, driven in,
were 2 pins with glass heads. All you could see were the heads of the pins,
but the oins were driven down into her face.
"God damn you, still trying to destroy your beauty, eh?"
"No, it's the fad, you fool."
"You're crazy."
"I've missed you," she said.
"Is there anybody else?"
"No there isn't anybody else. Just you. But I'm hustling. It costs ten
bucks. But you get it free."
"Pull those pins out."
"No, it's the fad."
"It's making me very unhappy."
"Are you sure?"
"Hell yes, I'm sure."
Cass slowly pulled the pins out and put them back in her purse.
"Why do you haggle your beauty?" I asked. "Why don't you just live with
it?"
"Because people think it's all I have. Beauty is nothing, beauty won't
stay. You don't know how lucky you are to be ugly, because if people like
you you know it's for something else."
"O.k.," I said, "I'm lucky."
"I don't mean you're ugly. People just think you're ugly. You have a
fascinating face."
"Thanks."
We had another drink.
"What are you doing?" she asked.
"Nothing. I can't get on to anything. No interest."
"Me neither. If you were a woman you could hustle."
"I don't think I could ever make contact with that many strangers, it's
wearing."
"You're right, it's wearing, everything is wearing."
We left together. People still stared at Cass on the streets. She was a
beautiful woman, perhaps more beautiful than ever. We made it to my place
and I opened a bottle of wine and we talked. With Cass and I, it always came
easy. She talked a while and I would listen and then i would talk. Our
conversation simply went along without strain. We seemed to discover secrets
together. When we discovered a good one Cass would laugh that laugh- only
the way she could. It was like joy out of fire. Through the talking we
kissed and moved closer together. We became quite heated and decided to go
to bed. It was then that Cass took off her high -necked dress and I saw it-
the ugly jagged scar across her throat. It was large and thick.
"God damn you, woman," I said from the bed, "god damn you, what have
you done?
"I tried it with a broken bottle one night. Don't you like me any more?
Am I still beautiful?"
I pulled her down on the bed and kissed her. She pushed away and
laughed, "Some men pay me ten and I undress and they don't want to do it. I
keep the ten. It's very funny."
"Yes," I said, "I can't stop laughing... Cass, bitch, I love you...stop
destroying yourself; you're the most alive woman I've ever met."
We kissed again. Cass was crying without sound. I could feel the tears.
The long black hair lay beside me like a flag of death. We enjoined and made
slow and sombre and wonderful love. In the morning Cass was up making
breakfast. She seemed quite calm and happy. She was singing. I stayed in bed
and enjoyed her happiness. Finally she came over and shook me,
"Up, bastard! Throw some cold water on your face and pecker and come
enjoy the feast!"
I drove her to the beach that day. It was a weekday and not yet summer
so things were splendidly deserted. Beach bums in rags slept on the lawns
above the sand. Others sat on stone benches sharing a lone bottle. The gulls
whirled about, mindless yet distracted. Old ladies in their 70's and 80's
sat on the benches and discussed selling real estate left behind by husbands
long ago killed by the pace and stupidity of survival. For it all, there was
peace in the air and we walked about and stratched on the lawns and didn't
say much. It simply felt good being together. I bought a couple of
sandwiches, some chips and drinks and we sat on the sand eating. Then I held
Cass and we slept together about an hour. It was somehow better than
lovemaking. There was flowing together without tension. When we awakened we
drove back to my place and I cooked a dinner. After dinner I suggested to
Cass that we shack together. She waited a long time, looking at me, then she
slowly said, "No." I drove her back to the bar, bought her a drink and
walked out. I found a job as a parker in a factory the next day and the rest
of the week went to working. I was too tired to get about much but that
Friday night I did get to the West End Bar. I sat and waited for Cass. Hours
went by . After I was fairly drunk the bartender said to me, "I'm sorry
about your girlfriend."
"What is it?" I asked.
"I'm sorry, didn't you know?"
"No."
"Suicide. She was buried yesterday."
"Buried?" I asked. It seemed as though she would walk through the
doorway at any moment. How could she be gone?
"Her sisters buried her."
"A suicide? Mind telling me how?"
"She cut her throat."
"I see. Give me another drink."
I drank until closing time. Cass was the most beautiful of 5 sisters,
the most beautiful in town. I managed to drive to my place and I kept
thinking, I should have insisted she stay with me instead of accepting that
"no."Everything about her had indicated that she had cared. I simply had
been too offhand about it, lazy, too unconcerned. I deserved my death and
hers. I was a dog. No, why blame the dogs? I got up and found a bottle of
wine and drank from it heavily. Cass the most beautiful girl in town was
dead at 20. Outside somebody honked their automobile horn. They were very
loud and persistent. I sat the bottle down and screamed out: "GOD DAMN
YOU,YOU SON OF A BITCH ,SHUT UP!" The night kept coming and there was
nothing I could do.

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΟΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΧΩΝ...

Ακολουθεί ένα κειμενάκι που ψάρεψα από το φόρουμ του indymedia

(http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1073509)

και μου έφερε στο μυαλό τις καταλήψεις που χτυπήθηκαν ή γκρεμίστηκαν κατα τη διάρκεια του καλοκαιριού την ώρα που κάποιοι(ναι κ γώ) μακρυά αρμενίζαμε .




ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΤΕΥΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΟΟΡΙΣΜΕΝΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΧΩΝ...


Κι ήμασταν ένας στρατός από νεκρές γυναίκες και νεκρούς άντρες, περιπλανώμενοι άσκοπα πέρα δώθε σε αυτόν το λαμπρό νέο αιώνα με όλα τα διαδραστικά παιχνίδια του, τη διαδικτυακή φλυαρία, τις ηλεκτρισμένες περιοριστικές συσκευές, τις ακτίνες θανάτου των δισεκατομυρίων δολλαρίων και τα γιγαντιαία σωφρονιστήρια και τις γαμημένες, αιώνια εξευγενισμένες, παράλογες και τελματικές οικονομίες του αίματος, της μιζέριας και της αργόσυρτης γαμημένης καταδίκης...Και παρακαλώ μάθετε, ή επιτέλους κατανοήστε ότι ο δίσκος αυτός είναι τόσο γαμημένα άχρηστος όσο μια μονόπλευρη μεταβίβαση, όπως όλες οι μονόπλευρες μεταβιβάσεις πρέπει να πάψουν να υπάρχουν για πάντα επιτέλους...Μέσα σε αυτόν τον ήδη υπάρχοντα κυκεώνα ραδιενέργειας, ηλεκτρισμού και θορύβου και κραυγών και ψεμμάτων...και λοιπόν κι όμως κάποια στιγμή κάπου μια μικροσκοπική δράση πήρε ίσως το δρόμο της και κανείς από μας δεν άκουσε μέχρι τώρα γι’αυτό (και η γη συνέχισε την αργή περιστροφή της ανεξάρτητα απ’αυτό)... Κι έτσι όλοι ξυπνήσαμε με χανκόβερ και πάντα περισσότερο κουρασμένοι ή περισσοτερο στοιχειωμένοι ή φοβισμένοι και μόλις που μπορούσαμε να περιπλανηθούμε για λίγο ακόμα...Και ενώ κοιμόμασταν πήραν μέχρι και τις γειτονιές μας μακριά κι όλα μετατράπηκαν σε Ντίσνειλαντ και μαριονέττες και ροχάλες... Δεν επιτρέπονται άλλες γοητευτικές, δίχως στόχο περιπλανήσεις, όχι άλλες μεγάλες νύχτες αλητείας που καίγονται με πιθανότητες, θαυμασμό ή χαρά... Όχι εδώ, όχι!. όχι με το θέαμα του αναμένου φάρου μπατσικού και με παρκόμετρα που σου μετρούν το χρόνο και όλα τα «Ναι, μπορείς να ζήσεις εδώ, αλλά δεν μπορείς να ζήσεις εδώ.. Εννοώ ότι μπορείς να πληρώνεις το νοίκι σου με λίγη καθυστέρηση, αλλα μέχρι εκεί φίλε μου και μην το ξεχάσεις αυτό έτσι? χο χο χο»....Και μάθαμε τους κανόνες πάρα πολύ καλά. Κι άλλαξαν τον τρόπο που νιώθαμε και ζούσαμε κι αναπνέαμε έκτοτε. Και τι σχετικά με τη δικιά μας ιστορία, όπου ο καθένας εγκαταλείπει τον άλλο, επειδή ήμασταν πολύ απασχολημένοι με τον εαυτό μας για να καταλάβουμε πόσο μόνοι νιώθαμε σχεδόν όλη την ώρα? (εννοώντας ότι όλοι φερόμασταν ο ένας προς τον άλλο πραγματικαπραγματικαπραγματικα άσχημα φίλε μου)... Και κατασκευάσαμε τις δικές μας νευρωτικές σαπουνόπερες με τις βαρετές και λυπηρές μας σχέσεις και την ειρωνεία, την τηλεόραση και τα κοκτέηλ... Και μέσα στην αιώνια αδυναμία μας καταλάβαμε ότι τα πάντα ήταν ποικιλοτρόπως σκατά! Κι έτσι μήπως θα΄πρεπε κι εμείς να συνηθίσουμε τη μυρωδιά?.. Και συγκεντρωνόμασταν σε συμβιβασμένα σαλόνια γεμάτα αναθυμιάσεις αποτυχίας, απόστασης και αυτοαποξένωσης.. κι έτσι ποτέ δεν συναντηθήκαμε. Και αφού ποτέ δεν συναντηθήκαμε, ποτέ δεν σχεδιάσαμε ή οργανώσαμε ή διαδηλώσαμε τα γκρεμισμένα όνειρα που δεν χρειαζόταν να είναι και καθόλου γκρεμισμένα στην τελική..


Και ποτέ δεν καταλάβαμε πώς να εναντιωθούμε σ’όλους αυτούς τους πράους μεσάζοντες της ανάρρωσης, που πάντοτε έκλεβαν τις πιο λαμπρές μας ελπίδες και τις έστελναν μακρια με δορυφόρους, με 59$ την ώρα.. (και θα μας πιστεύατε εάν σας λέγαμε ότι έχουμε φτιάξει μια μηχανή που μπορεί να ρίξει όλους τους γαμημένους δορυφόρους σας κάτω?) και τα επιχειρήματα υπέρ και κατά δεν ήταν ποτέ σύνθετα αλλά ήταν σίγουρα διαολεμένα ξεκάθαρα... Και κατασκεύασαμε βραδέα ιόντα και πιστέψαμε ότι ήμασταν αντάρτες, αλλά ήμασταν πολύ ευσυγκίνητοι ή αλλιώς εντελώς αναίσθητοι..και ποτέ δεν ορμήσαμε ενάντια στις πύλες ή τους τοίχους, αλλά φτιάξαμε αδέξια πράγματα με τα χέρια μας..Κι αυτά τα πράγματα ήταν σημαντικά για μας.. Αυτούς τους αδέξιους, αφηρημένους πύργους, τους φτιάξαμε με τα δικά μας βασανισμένα χέρια?.. και χτίσαμε στις δικές μας μπερδεμένες κοσμοθεωρίες, που ήταν ατέλειωτα και καθοριστικά όμορφα μέσα στους πεισματάρικους κόμβους της απώλειας, στενοχώριας, πίστης και ανάγκης.. και κάναμε μικρές χειρονομίες με τα χέρια ή τα μάτια μας που ήταν αέναα λυτρωτικές και μας έκαναν όλους μερικές φορές σχεδόν να πιστεύουμε σε αγίους ή σε αγγέλους.. και ονειρευόμασταν ξύπνιοι διαρκώς σχετικά με τη ζωή άλλες φορές πιο ήσυχα κι άλλες φορές κάπως πιο δυνατά... και σχεδόν πάντοτε μοχθούσαμε για λιγάκι παραπάνω σχέση με αυτόν τον υπό διάλυση γαμημένο κόσμο.. ή σκληρύναμε τη διάλυση μας μερικές φορές και γύραμε τα κεφάλια μας και τις πλάτες μας στα καθήκοντά μας.. και σκάψαμε και χτίσαμε ή ανεγείραμε..ή μεταβιβάσαμε περιστασιακές θεοφάνειες κατεπείγοντος φόβου με φωτοτυπικά, διαφάνειες και cd-r’s...Και βρήκαμε απαντήσεις κάποιες φορές σε άδειους χώρους, όπως σε σμήνη από πουλιά που φεύγουν πετώντας από νεκρά κτίρια κάτω απ΄του ήλιου την εκτυφλωτική λευκή τρύπα.. όπως δέντρα που μεγαλώνουν ανάμεσα σε φράκτες ή μέσα σ’ενα εγκαταλλειμένο σκουριασμένο δοχείο με νερό αφημένο εκεί έξω, πίσω απ’τον σιδηροδρομικό σταθμό των μεγάλων τρένων... Και βρήκαμε ελπίδα, στην ιδέα μιας μάταιης χειρονομίας.. και διαδηλώσαμε κάποιες φορές με τούβλα στα χέρια μας.. και χτίσαμε κάτι εδώ παρολαυτά και δεν θα τους αφήσουμε να μας το πάρουν τόσο εύκολα... Γι’αυτό κι εγώ σας παρακαλώ, ναι σας παρακαλώ, ας συνειδητοποιήσουμε σύντομα τί ακριβώς μπορούμε να χτίσουμε εδώ σ’αυτό το καμένο και χέρσο έδαφος (ξέροντας εκ των προτέρων ότι αργά ή γρήγορα οι μπουλντόζες τους θα έρθουν και θα τα κάνουν όλα κομμάτια)... αλλά μπορούμε να το χτίσουμε παρολαυτα και να αφήσουμε σκονισμένα σημειώματα σχετικά με τα ταξίδια μας... και η αντίσταση άνθισε σε ευαίσθητες περιοχές και δώσαμε τον καλό αγώνα οποτεδήποτε κλονίζονταν οι μοναχικές, διεστραμμένες διαδρομές μας...

Ενθετο κείμενο στο δίσκο “Born into Trouble as the Sparks Fly Upward” από τους “Thee Silver Mt. Zion Memorial Orchestra and Tra-la-la band”

Μετάφραση: Μεθυσμένο Καράβι

Κυριακή 30 Αυγούστου 2009

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Τα βουνά της Κρήτης...







σου κάνουν περίεργα πράματα στο μυαλό...

The days of wine and roses...









are over.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2009

Καλό καλοκαίρι.

Κοιτάχτε αν δεν προσπαθήσουμε η κάθε μέρα να είναι σαν διακοπές (χαλαρά κτλ.) τότε θα καταλήξουμε σαν τους μικροαστούς τον Αύγουστο.







Γι αυτό όταν λέμε εμείς διακοπές εννόουμε διακοπή του οτιδήποτε έκανες (ή αλλιώς επιστροφή στη φύση).Γίνε ελεύθερος,σκέψου δημιουργικά (κτλ.).

Αντε να ξυπνήσει κανα ζωικό ένστικτο γιατί η πολύ κοινή Λογική βλάπτει σοβαρά την ζωή.

Αρχισαν οι εκπτώσεις...ο λαλά....





άλλο έψαχνα,άλλο βρήκα στο σάιτ της κατάληψης ΑΣΟΕΕ (ξέχασες ρε;;;;),

και θυμήθηκα ότι κάτι πηρε το αυτί μου για εκπτώσεις, μαγαζιά και τέτοια....





τι περιμένεις λοιπόν;

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

ZOBies


Always watch



when you descent underground




for the ZOBies


Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Flying sky...


Flying high in the black and white sky,


sudden green light,



away from love affair.


A vintage feeling of falling,


into the new red,


of an old blue sky...


Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Germany Reloaded

 

100_0034 

100_0048

100_0063 

100_0099 

100_0158

100_0156

100_0074

100_0125

100_0159

Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Η τρελα της ημερας

Σοφός δεν είμαι, ούτε άσοφος. Χαρές έχω γνωρίσει. Το λιγότερο που εχω να πω: είμαι ζωντανός, και η ζωη αυτη μου δινει την μεγαλυτερη απολαυση. Τοτε, ο θανατος; Οταν πεθανω (ισως απο στιγμη σε στιγμη), θα αισθανθω μιαν απεριγραπτη ευχαριστηση. Δεν εννοω εκεινη την προγευση του θανατου που ειναι αγευστη και συχνα δυσαρεστη. Ο πονος μας μωραινει. Παντως, η περιοπτη αληθεια για την οποια ειμαι βεβαιος, ειναι αυτη: νιωθω απεριοριστη απολαυση που ζω, και θα νιωσω απεριοριστη ικανοποιηση οταν πεθανω.

Περιπλανηθηκα.Ταξιδεψα απο τοπο σε τοπο. Κατοπιν σταθηκα και εμεινα σ’ ενα σκετο δωματιο. Υπηρξα φτωχος, επειτα πλουσιοτερος, επειτα φτωχοτερος απο πολλους αλλους. Παιδι, ειχα μεγαλα παθη, και, ο,τι επιθυμουσα, γινονταν δικο μου. Τα παιδικα μου χρονια εχουν εξανεμιστει, τα νιατα μου ειναι φευγατα. Δεν με νοιαζει. Ειμαι ευτυχης γι’αυτα που εγιναν, αρεσκομαι με αυτα που τωρα ζω, αυτα που ειναι να’ ρθουν, καλως να ‘ρθουν.

Η ζωη ειναι καλυτερη αραγε απο των αλλων; Μπορει. Στεγη εχω, πολλοι δεν εχουν. Δεν ειμαι λεπρος, δεν ειμαι τυφλος, βλεπω τον κοσμο, μια αφανταστη ευδαιμονια. Τη βλεπω αυτη την ημερα, περα απο αυτη τιποτα δεν υπαρχει. Αυτο, ποιος θα μπορουσε να μου το στερησει; Κι οταν αυτη η ημερα χαθει, θα χαθω μαζι της – η σκεψη, η βεβαιοτητα αυτη με συναρπαζει.

Ανθρωπους αγαπησα, κι αυτους εχασα. Οταν με βρηκε το κακο πηγα να τρελαθω, γιατι ειναι μια κολαση αυτο. Την τρελα μου ομως δεν την ειδε ανθρωπου ματι, η παραφροσυνη μου δεν εβγαινε στο φως, τρελη ηταν μονον η μεσα ζωη μου. Φορες – φορες, μ’επιανε μια λυσσα. Μου ελεγαν: Γιατι ειστε τοσο ηρεμος; Εγω ομως, απο πανω μεχρι κατω καιγομουν, τη νυχτα, ετρεχα στους δρομους κι εβγαζα ουρλιαχτα, τη μερα, εργαζομουν ημερα.

Λιγο αργοτερα, ξεσπασε η τρελα του κοσμου. Μ’ εστησαν στον τοιχο οπως και πολλους αλλους. Γιατι; Χωρις λογο. Τα τουφεκια δεν εριξαν. Ειπα με το νου μου: Θεε, τι κανεις; Τοτε, επαψα να ειμαι αφρων. Ο κοσμος κλυδωνιστηκε, επειτα βρηκε παλι την ισορροπια του.

Με τη φρονηση, επανεκτησα και τη μνημη μου και ειδα πως, ακομα και τις πιο μαυρες ημερες, τοτε που πιστευα πως ημουν απολυτα κι ολοκληρωτικα δυστυχισμενος, ημουν, παρ’ ολα αυτα, και σχεδον συνεχως, εξαιρετικα ευτυχισμενος. Αυτο μ’ εβαλε σε σκεψεις. Δεν ηταν ευχαριστη αυτη η ανακαλυψη. Ειχα την εντυπωση πως εχανα πολλα. Αναρωτιομουν: μηπως δεν ημουν βουτηγμενος στη θλιψη, δεν ειχα νιωσει την ζωη μου να γινεται χιλια κομματια; Ναι, ομως, ανα πασα στιγμη, οταν σηκωνομουν και ετρεχα στους δρομους, οταν στεκομουν ακινητος σε μια ακρη του δωματιου, η δροσια της νυχτας, η σταθεροτητα του εδαφους, με εκαναν να αναπνεω και να αναπαυομαι αγαλλιαζοντας.

Θα ηθελαν να απαλλαγουν οι ανθρωποι απο τον θανατο. Τι περιεργο γενος! Ειναι και μερικοι που κραυγαζουν «Να πεθανω, να πεθανω»: αυτοι θα ηθελαν να απαλλαγουν απ’ τη ζωη. «Δεν ειναι ζωη αυτη, θα σκοτωθω, θα παραδοθω». Ειν’ αξιοθρηνητο και παραδοξο αυτο, καποιο λαθος γινεται.

Συναντησα ωστοσο κι ανθρωπους που δεν ειπαν ποτε στην ζωη ‘παψε’, και ποτε στον θανατο ‘φυγε’. Σχεδον παντα γυναικες, ομορφα πλασματα. Τους αντρες, ο τρομος τους πολιορκει, τους διαπερνα η νυχτα, βλεπουν τα σχεδια τους να εκμηδενιζονται, την εργασια τους να κονιορτοποιειται, κεραυνοβολουνται, αυτοι οι τοσο σπουδαιοι που ηθελαν να φτιαξουν τον κοσμο, τα παντα γκρεμιζονται.

Ειμαι σε θεση να περιγραψω τις δοκιμασιες που περασα; Δεν μπορουσα ουτε να βαδισω, ουτε ν’ ανασανω, ουτε να τραφω. Ειχε γινει πετρα η καρδια μου, νερο το σωμα μου, κι ωστοσο πεθαινε απο διψα. Μια μερα, με εβαλαν βαθια μεσα στο χωμα, οι γιατροι με σκεπασαν με λασπη. Τι δουλεια που γινεται στα εγκατα της γης! Ποιος λεει πως ειναι κρυα; Φωτια ειναι, θαμνος εξ ακανθων. Οταν βγηκα, δεν αισθανομουν τιποτα. Ειχα χασει τελειως την επαφη μου με τον κοσμο: μολις εμπαινε καποιος στο δωματιο μου, εβαζα τις φωνες, το μαχαιρι ομως με τεμαχιζε ημερα. Ναι, ειχα μεινει σκελετος. Τη νυχτα, η ισχνοτητα μου ορθωνονταν εμπρος μου για να με τρομαξει. Με εβριζε, με εξουθενωνε με τα πηγαιν’-ελα της. Α, ημουν πολυ κουρασμενος!

Ειμαι εγωιστης; Μονο για μερικους ανθρωπους αισθανομαι κατι, οικτο για κανεναν, επειδη σπανια νιωθω την αναγκη να αρεσω, σπανια την αναγκη να μου αρεσουν, κι εγω, που για τον εαυτο μου δεν αισθανομαι σχεδον τιποτα, μονο μεσα τους υποφερω, ετσι ωστε και η παραμικρη ενοχληση τους μου γινεται απεραντη δυστυχια κι ωστοσο, αν χρειαστει, χωρις δευτερη κουβεντα τους θυσιαζω, τους αφαιρω καθε αισθημα ευτυχιας (ειναι και φορες που τους σκοτωνω).

Aπ΄ τον λασπολακκο βγηκα με την ευρωστια της ωριμοτητας. Τι ημουν πριν; Ενα σακι νερο, μια νεκρη εκταση, βυθος υπνωτων. (Εντουτοις, ηξερα ποιος ημουν, εξακολουθουσα να πορευομαι στον χρονο, δεν εξεπιπτα στο μηδεν). Ερχονταν να με δουν απο μακρια. Οι γυναικες κατεκλινοντο καταγης για να μου δωσουν το χερι. Ειχα κι εγω καποτε το μεριδιο μου στη νιοτη. Το κενο ομως μου αφησε μια απογοητευση μεγαλη.

Δεν ειμαι δειλος, δεχτηκα χτυπηματα. Καποιος (ενας εξαγριωμενος) πηρε το χερι μου και καρφωσε εκει το μαχαιρι του. Τι αιμα! Μετα, αρχισε να τρεμει. Μου προσφερε το χερι του για να το καρφωσω στο τραπεζι η στην πορτα. Ο ανθρωπος, ενας τρελος, πιστευε πως ειχε γινει φιλος μου επειδη με ειχε μαχαιρωσει, μου εδινε τη γυναικα του, ετρεχε ξοπισω μου στον δρομο κραυγαζοντας «Ειμαι καταραμενος, ερμαιο ανηθικου παραληρηματος, τ’ ομολογω, τ’ ομολογω». Ενας αλλοκοτος τρελλος. Εν τω μεταξυ, το αιμα ετρεχε πανω στο μοναδικο κοστουμι μου.

Ζουσα περισσοτερο στις πολεις. Για ενα διαστημα, υπηρξα δημοσιο προσωπο. Με ειλκυε ο νομος, με εθελγε το πληθος. Για τον αλλον ημουν σκοτεινος. Εγω, ο μηδαμινος, υπηρξα ηγεμων. Μια μερα ομως κουραστηκα να ειμαι ο λιθος που βαλλει κατα των μοναχικων ανθρωπων. Για να δοκιμασω τον νομο, τον καλεσα γλυκα: «Πλησιασε, να σε δω στο προσωπο». (Ηθελα, για μια στιγμη, να τον ξεμοναχιασω). Απερισκεπτο καλεσμα. Τι θα ειχα κανει, εαν ειχε ανταποκριθει;

Πρεπει να το παραδεχτω: εχω διαβασει πολλα βιβλια. Οταν εγω εξαφανιστω, ολοι αυτοι οι τομοι ανεπαισθητα θ’ αλλαξουν, οσο μεγαλυτερα τα περιθωρια, τοσο πιο ανανδρη η σκεψη. Ναι, εχω μιλησει σε παρα πολλους ανθρωπους, αυτο ειναι κατι που μ’ εντυπωσιαζει σημερα, το καθε ατομο υπηρξε για μενα ενας λαος. Αυτος ο απεραντος αλλος με απεδωσε στον εαυτο μου πολυ περισσοτερο απ’ οσο θα ηθελα. Τωρα, η ζωη μου εχει μια σταθεροτητα εκπληκτικη, ακομα και οι θανασιμες αρρωστιες με θεωρουν απροσβλητο. Ζητω συγγνωμη, αλλα πρεπει να θαψω μερικους πριν ερθει η σειρα μου.

Αρχιζα να εξαθλιωνομαι. Η αθλιοτητα διεγραφε γυρω μου κυκλους αργους απ’ τους οποιους ο πρωτος εδειχνε να μου τ’ αφηνει ολα ενω ο τελευταιος δεν μου αφηνε παρα μονον τον εαυτο μου. Καποια μερα, βρεθηκα εγκλειστος μεσα στην πολη: τα ταξιδια ανηκαν πλεον στην περιοχη του μυθου. Το τηλεφωνο σταματησε να χτυπαει. Τα ρουχα μου ελιωναν. Υπεφερα απ’ το κρυο, γρηγορα, την ανοιξη. Πηγαινα στις βιβλιοθηκες. Ειχα πιασει φιλιες μ’ εναν υπαλληλο που με κατεβαζε στα υπερθερμασμενα υπογεια. Για να του ειμαι χρησιμος, καλπαζα χαρουμενα πανω σε μικροσκοπικες γεφυρες και του εφερνα βιβλια που επειτα αυτος τα μεταβιβαζε στο ζοφερο πνευμα της αναγνωσης. Αυτο το πνευμα ομως εξαπελυσε εναντιον μου καποιες καθολου ευγενικες κουβεντες, ενωπιον του, εγω συρρικνωνομουν, με ειδε οπως ημουν, ενα εντομο, ενα ζωο με γναθο που ελκει την καταγωγη του απο τις σκοτεινες περιοχες της μιζεριας. Ποιος ημουν; Το ν’ απαντησω σ’ αυτη την ερωτηση θα μου δημιουργουσε μεγαλα προβληματα.

Βγαινοντας εξω, ειδα ενα συντομο οραμα: δυο βηματα πιο κατω, ακριβως στη γωνια του δρομου απ’ οπου εφευγα, στεκοταν μια γυναικα μ’ ενα παιδικο καροτσακι, δεν την εβλεπα καθαρα, εστριβε δεξια κι αριστερα το καροτσακι για να το βαλει απ’ την εξωπορτα. Τη στιγμη εκεινη, απ’ αυτη την πορτα μπηκε μεσα ενας ανδρας που δεν τον ειχα δει να πλησιαζει. Ενω ειχε ηδη δρασκελισει το υπερυψωμενο κατωφλι, εκανε προς τα πισω και ξαναβγηκε. Οπως στεκοταν διπλα στην πορτα αυτος, το παιδικο καροτσακι, περνωντας απο μπροστα του, ανασηκωθηκε λιγο για να υπερπηδησει το κατωφλι και η νεαρη γυναικα, αφου σηκωσε πρωτα το κεφαλι της και τον κοιταξε, εξαφανιστηκε κι αυτη με την σειρα της.

Αυτη η συντομη σκηνη με συνεπηρε σε βαθμο παραληρηματος. Δεν υπηρχε αμφιβολια πως δεν ημουν σε θεση να την εξηγησω εντελως σ’ εμενα τον ιδιο κι ωστοσο ημουν βεβαιος πως ειχα συλλαβει τη στιγμη απ’ την οποια η ημερα, εχοντας προσκρουσει σε ενα αληθινο γεγονος, θα αρχιζε να επιταχυνει την πορεια της προς το τελος της. Να το που φτανει, ελεγα απο μεσα μου, ερχεται το τελος, κατι συμβαινει, το τελος αρχιζει. Ημουν καθηλωμενος απ’ τη χαρα.

Κατευθυνθηκα προς εκεινο το σπιτι αλλα δεν μπηκα μεσα. Απο το ανοιγμα της πορτας, εβλεπα τη σκοτεινη αφετηρια μιας αυλης. Στηριχτηκα στον εξωτερικο τοιχο, κρυωνα πραγματικα παρα πολυ, καθως το κρυο με τυλιγε ολοκληρον, ενιωθα σιγα- σιγα το πελωριο αναστημα μου να παιρνει τις διαστασεις αυτου του θεορατου κρυου, ανυψωνονταν ηρεμα συμφωνα με τους νομους της αληθινης του φυσης, και παρεμεινα στη χαρα και την τελειοτητα αυτης της ευτυχιας, με το κεφαλι, για μια στιγμη, τοσο ψηλα οσο και η πετρα του ουρανου, και με τα ποδια στο λιθοστρωτο.

Σημειωστε πως ολ’ αυτα ηταν πραγματικα.

Δεν ειχα εχθρους. Κανεις δεν με ενοχλουσε. Ποτε-ποτε, μεσα στο κεφαλι μου γεννιοταν μια απεραντη μοναξια οπου συμπας ο κοσμος εξαφανιζονταν, εβγαινε ομως απ’ αυτην ανεπαφος, χωρις ουτε μια αμυχη, τιποτα δεν του ελειπε. Κινδυνεψα να χασω το φως μου γιατι καποιος εσπασε γυαλια στα ματια μου. Το πληγμα αυτο με κλονισε, το παραδεχομαι. Ειχα την αισθηση πως επεστρεφα μεσα στον τοιχο, πως ξεστρατιζα μεσα σε μια λοχμη απο πυρολιθο. Το χειροτερο ηταν η αποτομη, η φρικτη ωμοτητα της ημερας, δεν μπορουσα ουτε να κοιταζω ουτε να μη κοιταζω, το να βλεπω ηταν τρομερο, και το να παψω να βλεπω με ξεσκιζε απο το μετωπο εως τον λαιμο. Επιπλεον, ακουγα κραυγες υαινας που με εξεθεταν στην απειλη ενος αγριου ζωου (νομιζω πως οι κραυγες αυτες ηταν δικες μου).

Αφου μου εβγαλαν τα γυαλια, γλιστρυσαν κατω απο τα βλεφαρα μια μεμβρανη και πανω στα βλεφαρα τοιχωματα απο φαρμακευτικο βαμβακα. Δεν επρεπε να μιλω γιατι η ομιλια τεντωνε τα ραμματα των επιδεσμων. «Κοιμοσασταν» μου ειπε αργοτερα ο γιατρος. Κοιμομουν! Επρεπε ν’ αντισταθω στο φως των επτα ημερων – μια καθαρη πυρακτωση! Ναι, επτα ημερες ως μια, οι επτα θεμελιωδεις φωταυγειες συμπυκνωμενες στον σπινθηρα μιας και μονης στιγμης, μου ζητουσαν εξηγησεις. Ποιος θα το ειχε φανταστει αυτο; Ελεγα μερικες φορες στον εαυτο μου: «Ο θανατος ειναι. Παρ’ ολα αυτα, αξιζει τον κοπο, ειν’ εντυπωσιακο». Συχνα ομως πεθαινα χωρις να πω ουτε μια λεξη. Εντελει, πειστικα οτι εβλεπα ισια στο προσωπο την τρελα της ημερας, αυτη ηταν η αληθεια: το φως τρελαινονταν, η φωταυγεια ειχε χασει τελειως τα μυαλα της, χυμουσε πανω μου χωρις ιχνος λογικης, χωρις φραγμο, χωρις σκοπο. Αυτη η ανακαλυψη μπηχτηκε στη ζωη μου απο τη μια της ακρη ως την αλλη σαν δαγκωνια.

Κοιμομουν! Οταν ξυπνησα, χρειαστηκε να ακουσω καποιον να με ρωταει: «Θα υποβαλλετε μηνυση;» Περιεργη ερωτηση προς καποιον που μολις προ ολιγου ειχε εμμεση συναλλαγη με την ημερα.

Ακομα και μετα τη θεραπεια, αμφεβαλλα πως ειχα γινει καλα. Δεν μπορουσα ουτε να διαβασω ουτε να γραψω. Ενας ομιχλωδης Βορρας με περιεβαλλε. Αλλα, ιδου το παραδοξο: μολονοτι θυμομουν την φρικιαστικη επαφη με την ημερα, μαραζωνα που ζουσα πισω απο κουρτινες και σκουρα ματογυαλια. Ηθελα να δω καποιο πραγμα στο απλετο φως, ημουν κορεσμενος απο την τερψη και την ανεση που μου παρειχε το ημιφως, ενιωθα για την ημερα τον ποθοπου νιωθουμε για το νερο και τον αερα.

Αν το να δω ηταν φωτια, απαιτουσα την πληροτητα της φωτιας, αν το να δω ηταν σα να με μιαινε η τρελα, ποθουσα τρελα αυτη την τρελα.

Στο ιδρυμα, μου εδωσαν μια μικρη απασχοληση. Απαντουσα στο τηλεφωνο. Ο γιατρος ειχε ενα μικροβιολογικο εργαστηριο (τον ενδιεφερε το αιμα), εκει εμπαιναν διαφοροι και επιναν καποιο φαρμακο, επειτα ξαπλωναν σε μικρα κρεβατια και τους επαιρνε ο υπνος. Ενας απο αυτους ειχε μια φαεινη ιδεα: μετα το κανονικο φαρμακο, καταπιε ενα δηλητηριο κι επεσε σε κωμα. Ο γιατρος αυτο το χαρακτηριζε αχρειοτητα. Τον επανεφερε στην ζωη και «κατεθεσε μηνυση» εναντιον αυτου του απατηλου υπνου. Μαλιστα! Νομιζω πως αυτος ο ασθενης ηταν αξιος καλυτερης τυχης.

Αν και η οραση μου ειχε περιοριστει ελαχιστα, στο δρομο περπατουσα σαν τον καβουρα, στηριζομουν καλα στους τοιχους και, μολις τους αφηνα, ιλιγγος κυκλωνε τα βηματα μου. Σ’ αυτους τους τοιχους, συχνα εβλεπα την ιδια αφισα, μια αφισα σεμνη αλλα με αρκετα μεγαλα γραμματα: Το θελεις κι εσυ. Φυσικα το ηθελα, και καθε φορα που εβρισκα στο δρομο μου αυτες τις επιβλητικες λεξεις, το ηθελα.

Ωστοσο, κατι μεσα μου επαυε μ’ αρκετα γρηγορο ρυθμο να θελει. Το διαβασμα μου εφερνε μεγαλη κοπωση. Το να μιλω δεν με κουραζε λιγοτερο, και η παραμικροτερη αληθινη κουβεντα απαιτουσε απο εμενα καποια δυναμη, δεν ξερω ποια, που μου ελειπε. Μου ελεγαν: «Αντιμετωπιζετε αυταρεσκα τις δυσκολιες σας». Τα λογια αυτα με παραξενευαν. Αν ημουν εικοσι χρονων και στην ιδια κατασταση, κανεις δεν θα με ειχε προσεξει. Στα σαραντα, αρκετα φτωχος, επαιρνα την οψη κακομοιρη. Τι εφταιγε γι’ αυτη την αξιοθρηνητη εμφανιση μου;

Νομιζω πως ηταν κατι που το παθαινα στον δρομο. Οι δρομοι δεν μ’ εμπλουτιζαν οπως θα ‘πρεπε κανονικα. Αντιθετα, με το να ακολουθω τα πεζοδρομια, με το να περνω απο τις εκπληκτικες λεωφορους οπου η πολη ακτινοβολουσε θεσπεσια, γινομουν απιστευτα ακεφος, συνεσταλμενος, μ’ επιανε κουραση, απορροφωντας υπερβολικη δοση απ’ την ανωνυμη ερειπωση, ειλκυα πανω μου τα βλεμματα, αυτο γινονταν πολυ περισσοτερο οταν η δοση αυτη δεν ηταν φτιαγμενη για μενα κι οταν με μεταμορφωνε σ’ ενα καπως αοριστο και αμορφο πραγμα, για αυτον τον λογο, η ερειπωση εμοιαζε προσποιητη, επιδεικτικη. Η ενδεια εχει το κακο οτι γινεται ορατη, κι εκεινοι που την βλεπουν, σκεφτονται: «Οριστε, με κατηγορουν, ποιος ειναι αυτος που μου επιτιθεται;» Εγω ομως δεν ηθελα με κανεναν τροπο φερειν επι των ενδυματων μου την δικαιοσυνη.

Μου ελεγαν (αλλοτε ο γιατρος, αλλοτε οι νοσοκομες): «Ειστε μορφωμενος, εχετε ικανοτητες, με το να αφηνετε αδρανεις καποιες δυνατοτητες σας που, αν ειχαν κατανεμηθει σε δεκα ανθρωπους απ’ τους οποιους λειπουν, θα τους επετρεπαν να ζησουν, τους στερειτε αυτο που δεν εχουν, και η δικη σας ανεχεια, που θα μπορουσατε να την ειχατε αποφυγει, ειναι και μια προσβολη στις δικες τους αναγκες». Ρωτουσα: «Προς τι αυτες οι νουθεσιες; Μηπως κλεβω τη θεση που κρατω; Παρτε μου την πισω». Ενιωθα κυκλωμενος απο αδικες σκεψεις και κακεντρεχη επιχειρηματα. Και τι μου προσηπταν; Μια αορατη γνωση που κανεις δεν μπορουσε ν’ αποδειξει και που και εγω ο ιδιος ματαια αναζητουσα. Ημουν μορφωμενος! Μα, ισως και να μην ημουν διαρκως. Ικανος; Που βρισκονταν αυτες οι ικανοτητες που εκεινοι τις εκαναν να μιλουν σαν δικαστες καθισμενοι με τηβεννο στις εδρες και ετοιμοι να με καταδικαζουν νυχτα-μερα;

Αγαπουσα αρκετα τους γιατρους, δεν ενιωθα να με μειωνουν οι αμφιβολιες τους. Το κακο ειναι πως ωρα με την ωρα το κυρος τους μεγαλωνε. Δεν εχουμε αντιληφθει οτι οι ανθρωποι αυτοι ειναι βασιλεις. Εισεβαλλαν στο δωματιο μου λεγοντας: «Ολα εδω μεσα μας ανηκουν». Χυμουσαν πανω στα ροκανιδια της σκεψης μου: «Ειναι δικα μας». Πιεζαν την ιστορια μου: «Μιλα», κι αυτη γινονταν υπηρετρια τους. Απεκδυομουν, με ταχυτητα, τον εαυτο μου. Διεμοιραζα το αιμα μου, την εσωτερικοτητα μου, τους δανειζα το συμπαν, τους εδινα την ημερα. Μπροστα στα ματια τους, που δεν ηταν καθολου απορημενα, γινομουν μια σταγονα νερο, μια κηλιδα μελανη. Σμικρυνομουν στις δικες τους διαστασεις, η οραση τους με συνελαμβανε εξ ολοκληρου, κι οταν εντελει, μην εχοντας πια απεναντι τους παρα μονο την απολυτη μηδαμινοτητα μου και τι αλλο πια να δουν, επαυαν και να με βλεπουν, σηκωνονταν εξοργισμενοι φωναζοντας: «Μα, που ειστε; Που κρυβοσαστε; Απαγορευεται το κρυπτεσθαι, θεωρειται παραπτωμα», κτλ.

Πισω απο την πλατη τους, διεκρινα τη σιλουετα της Θεμιδος. Οχι εκεινης που γνωριζουμε, που ειναι αυστηρη και καπως δυσαρεστη. Αυτη ηταν ενας αλλος νομος. Αντι να καταρρεω υπο την απειλη της, εγω ημουν αυτος που εμοιαζε να την τρομαζει. Αν πιστεψω σ’ αυτο που εδειχνε, κεραυνος ηταν το βλεμμα μου και ελατηρια ολεθρου τα χερια μου. Επιπλεον, απεδιδε, γελοιωδως, σ’ εμενα ολες τις εξουσιες, γονατιστη εμπρος μου κηρυσσοταν ακαταπαυστα υπερ εμου. Τιποτα ομως δεν μ’ αφηνε να ρωτω, κι οταν μου αναγνωρισε το δικαιωμα να ειμαι πανταχου παρων, αυτο σημαινε πως δεν ειχα θεση πουθενα. Οταν με τοποθετουσε υπερανω των εξουσιων, αυτο σημαινε: δεν ειστε εξουσιοδοτημενος για τιποτα. Οταν ταπεινωνε τον εαυτο της: δεν με σεβεστε.

Ηξερα πως ενας απο τους στοχους της ηταν να με κανει ‘να αποδωσω δικαιοσυνη’. Μου ελεγε: «Τωρα εισαι ενα ξεχωριστο πλασμα, κανεις δεν μπορει να σου κανει τιποτα. Μπορεις να μιλας, τιποτα δεν σε υποχρεωνει, οι ορκοι δεν σε δεσμευουν πλεον, οι πραξεις σου δεν εχουν καμμια συνεπεια. Με πατας στο χωμα, κι αυτο με κανει δουλα σου για παντα». Δουλα! Αυτο δεν το ηθελα με κανεναν τροπο.

Μου ελεγε: «Αγαπας την δικαιοσυνη. – Νομιζω πως ναι. – Γιατι αφηνεις την δικαιοσυνη να λοιδορειται στο τοσο σημαντικο ατομο σου; - Μα, για μενα, το ατομο μου δεν ειναι σημαντικο. – Εαν η δικαιοσυνη εξασθενιζει στο δικο σου προσωπο, τοτε αποδυναμωνεται και στους αλλους που θα υποφερουν απ’ αυτό. – Μα, εκεινη δεν την αφορα το ζητημα αυτο. – Ολα την αφορουν. – Μα, μου ειπατε πως ειμαι ξεχωριστος. – Ξεχωριστος εαν δρασεις, ποτε, εαν αφησεις τους αλλους να δρασουν».

Εφτανε στο σημειο να λεει κουβεντες του αερα: «Η αληθεια ειναι πως δεν μπορουμε πια να χωριστουμε ο ενας απ’ τον αλλο. Θα σ’ ακολουθω παντου, θα ζω κατω απ’ τη δικη σου στεγη, θα εχουμε τον ιδιο υπνο».

Ειχα δεχτει να αφεθω στον εγκλεισμο. Προσωρινα, μου ελεγαν. Ενταξει, προσωρινα! Τις ωρες που μας εβγαζαν στο υπαιθρο, ενας αλλος τροφιμος, γερος με λευκη γενειαδα, σκαρφαλωνε στους ωμους μου και χειρονομουσε πανω απο το κεφαλι μου. Του ελεγα: «Ο Τολστοι εισαι;» Αυτη ηταν η αιτια που ο γιατρος με θεωρουσε εντελως τρελο. Τελικα, τους εβγαζα ολους βολτα κουβαλωντας τους στην πλατη μου, ενα κουβαρι σφιχταγκαλιασμενα οντα, μια συντροφια ωριμων ανθρωπων που τους ειλκυε εκει στο υψος μια ματαιοδοξη επιθυμια για κυριαρχια, ενας δυστυχης παιδισμος, κι οταν εγω κατερρεα (αφου, πως να το κανουμε, δεν ημουν και κανενα αλογο), οι περισσοτεροι συντροφοι μου, που ειχαν κι αυτοι κατρακυλησει καταγης, με αρχιζαν στο ξυλο. Τι απολαυστικες ωρες!

Ο νομος εκρινε αυστηρα τη συμπεριφορα μου: «Τοτε που σας ειχα γνωρισει, εισασταν πολυ διαφορετικος. – Πολυ διαφορετικος; - Δεν σας περιγελουσαν ατιμωρητι οι αλλοι. Το να σας δει κανεις, στοιχιζε μια ζωη. Το να σας αγαπησει, σημαινε θανατο. Οι ανθρωποι εσκαβαν λακκους και χωνονταν μεσα για να γλυτωσουν απ’ το βλεμμα σας. Ελεγαν αναμεταξυ τους: Περασε; Ας ειναι ευλογημενο το χωμα που μας κρυβει.- Δεν σας αρκουσε ο φοβος, ουτε τα μεθ’ ολης της καρδιας εγκωμια, ουτε μια χρηστη ζωη, ουτε η ταπεινοφροσυνη η που κυλιεται στον κονιορτο. Προπαντων ομως, μη μου κανετε ερωτησεις. Τινος η σκεψη θα τολμουσε να ανελθει ως εμενα;

Εφτανε σε πρωτοφανη εξαψη. Με εκθειαζε αλλα για να ανυψωσει πανω μου τον ευατο της: «Ειστε ο λιμος, η διχονοια, η ανθρωποκτονια, η καταστροφη. – Γιατί ολ’ αυτα; - Οτι εγω ειμι ο αγγελος της διχονοιας, της ανθρωποκτονιας και του τελους. – Ε, τοτε, της ελεγα, δεν χρειαζομαστε τιποτα περισσοτερο για να μας κλεισουν και τους δυο μεσα». Η αληθεια ειναι πως μου ηταν αρεστη. Μεσα σ αυτο το περιβαλλον οπου υπερειχε ο αντρικος πληθυσμος, αυτη ηταν το μονο θηλυκο στοιχειο. Μια φορα, με εβαλε να αγγιξω το γονατο της, η εντυπωση ηταν αλλοκοτη. Της το ειχα δηλωσει: δεν ανηκω στην κατηγορια των ανδρων που αρκουνται σε ενα γονατο. Η απαντηση της: κατι τετοιο θα ηταν αηδιαστικο!

Ιδου ενα απο τα παιχνιδια της. Μου εδειχνε ενα τμημα του χωρου, αναμεσα στο πανω μερος του παραθυρου και στο ταβανι: «Εκει ειστε», ελεγε. Κοιταζα το σημειο εκεινο ενταντικα. «Ειστε;» Το κοιταζα μ’ ολη μου την δυναμη. «Λοιπον;» Ενιωθα τις ουλες μου να εκτινασσονται με το βλεμμα μου, η οραση μου γινονταν μια πληγη, το κεφαλι μου μια τρυπα, ενας ξεκοιλιασμενος ταυρος. Ξαφνικα εβαζε τις φωνες: «Α, βλεπω την ημερα, α, θεε μου,» κτλ. Διαμαρτυρομουν λεγοντας πως το παιχνιδι αυτο με κουραζε αφανταστα, ομως ο νομος δεν χορταινε την δοξα μου.

Ποιος σας εριξε γυαλια στο προσωπο; Η ερωτηση αυτη ερχονταν και ξαναερχονταν μ’ ολες τις ερωτησεις. Δεν μου την εθεταν πια αμεσα, ηταν ομως το σταυροδρομι οπου οδηγουσαν ολοι οι δρομοι. Μου ειχαν επιστησει την προσοχη στο γεγονος πως η απαντηση μου δεν θα μου αποκαλυπτε τιποτα γιατι τα παντα ειχαν, προ πολλου, αποκαλυφθει. ‘Ενας λογος παραπανω για να μην μιλω.- Ελατε τωρα, ειστε μορφωμενος, ξερετε οτι η σιωπη προσελκυει την προσοχη. Μενοντας βουβος, προδινεστε με τον πιο παραλογο τροπο». Τους απαντουσα: «Μα, η σιωπη μου ειναι αληθινη. Αν σας την εκρυβα, παλι θα εβγαινε με αλλον τροπο. Αν με προδινει, τοσο το καλυτερο για εσας, γιατι σας εξυπηρετει, και τοσο το καλυτερο για μενα που λετε οτι με υπηρετειτε». Ετσι, επρεπε να κινησουν γη και ουρανο για να βρουν ακρη.

Ειχα δειξει ενδιαφερον για την ερευνα τους. Ημασταν ολοι σαν προσωπιδοφοροι κυνηγοι. Ποιος ηταν ο ερωτωμενος; Ποιος ο αποκρινομενος; Οι ρολοι αντιστρεφονταν. Οι λεξεις μιλουσαν μονες τους. Η σιωπη εισχωρουσε μεσα του, μεσα σ’ αυτο το εξαιρετικο καταφυγιο, γιατι, εκτος απο μενα, κανεις δεν το προσεχε αυτο.

Μου ειχαν πει: «Διηγηθειτε μας πως ‘ακριβως’ εγιναν τα πραγματα». – Ενα αφηγημα; Αρχισα: Σοφος δεν ειμαι, ουτε ασοφος. Χαρές εχω γνωρισει. Το λιγοτερο που εχω να πω. Τους αφηγηθηκα ολοκληρη την ιστορια την οποια ακουγαν, μου φαινεται, μ’ ενδιαφερον, τουλαχιστον στην αρχη. «Μετα απ’ αυτη την αρχη, ελεγαν, θα περασετε στα γεγονοτα». Ποια γεγονοτα; Το αφηγημα ειχε τελειωσει.

Αναγκαστηκα να παραδεχτω πως δεν ημουν ικανος να συνθεσω μ’ αυτα τα περιστατικα ενα αφηγημα. Ειχα χασει την αισθηση της ιστοριας, ειναι κατι που συμβαινει σε πολλες ασθενειες. Αυτη ομως η εξηγηση τους εκανε ακομα πιο απαιτητικους. Τοτε, για πρωτη φορα, προσεξα πως εκεινοι ηταν δυο, πως αυτη η διατρεβλωση της παραδοσιακης μεθοδου, μολονοτι ειχε την εξηγηση της στο οτι ο ενας ηταν οφθαλμιατρος κι ο αλλος ειδικος στις ψυχασθενειες, εδινε συνεχως στην συνομιλια μας τον χαρακτηρα μιας αυταρχικης ανακρισης, επιτηρουμενης και ελεγχομενης απο εναν αυστηρο κανονα. Φυσικα, υπαστυνομος δεν ηταν ουτε ο ενας ουτε ο αλλος. Επειδη ομως ηταν δυο, ηταν γι’ αυτον τον λογο τρεις, κι αυτος ο τριτος εξακολουθουσε να ειναι ακλονητα πεπεισμενος, ειμαι βεβαιος γι’ αυτο, πως ενας συγγραφεας, ενας ανθρωπος που μιλαει και στοχαζεται με κομψοτητα, ειναι παντα ικανος να αφηγηθει γεγονοτα που θυμαται.

Ενα αφηγημα; Οχι αφηγημα, κανενα, ποτε πια.

 

Maurice Blanchot