Ξανά σε γνώριμους δρόμους,
που χορτάσανε και ξερνάνε δακρυγόνα και βενζίνη.
Σε δρόμους που πότε δεν βρήκαμε το δίκιο μας,
όμως κάθε τόσο το βλέπαμε να στρίβει την γωνία,
λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα.
Ηρθες και σύ βλέπω.
Καιρό είχα να σε δώ μαζί μας.
Τι γυρεύεις όμως τώρα;
Σου κόψαν τα λεφτά άκουσα. Γι΄άυτό κατέβηκες;
Και η μπενζίνα πιο ακριβή.
Τα όπλα μας ακρίβηναν.
Δεν νομίζω να κατέβηκες γι΄αυτό.
Παγώνω όταν συλλογίζομαι ότι μια σφαίρα δεν σε κατέβασε στο δρόμο.Και όχι μόνο μία
όταν δέρναν τα παιδιά σου,
όταν ο πόλεμος ήταν δίπλα σου,
όταν η ελευθερία βιαζόταν βράδυ σε κακόφημο στενάκι,
όταν η αξιοπρέπεια ήταν πίσω από σίδερα,
όταν ψεκάζανε παιδιά και όχι γέρους,
ναι παιδιά που είναι μέλλον,
και όχι τσαλακωμένο παρελθόν.
Και τώρα σου κόβουν το φαϊ και να σαι δίπλα μου.
Μικρό για μένα τούτο,
αλλά όπως και να χει,
όταν τις χειροπέδες θα πάνε να σου περάσουν,
επειδή απλά ζήτησες φαϊ,
και όχι μια ουτοπία που τρομάζει άλλους,
εγώ θα σε τραβήξω
και αν όχι εγώ ο δίπλα μου.
Αρκεί που οι δρόμοι είναι άνοιξη
και το πλήθος,
χείμαρος από τα χιόνια που λιώνουν εκεί ψηλά.
Και αυτό θα το δεις, όπως το είδαμε και μείς κάποτε μέσα σε χειμώνες,
είναι τριαντάφυλλο
και άρωμα
και μαχαίρι
και ουρανός
και νερό
και αλληλεγγύη
και ψωμί
και οξυγόνο
και αγώνας
και βράχος
και δέντρο
και γη και ελευθερία.