Έσβησα τη μηχανή,άναψα τσιγάρο,σε κοίταξα.
Η θέα της πόλης από ψηλά οπλίζει τους φιλοσοφικούς νευρώνες.
Ακολουθούν οι κρότοι από τους πυροβολισμούς θεμελιακών ερωτημάτων της ύπαρξης και της συνήπαρξης, ξεχνώντας να κοιτάξεις το μισοάδειο φεγγάρι.
Συνεχίζουμε καθώς το μαύρο γίνεται μπλέ. Τυχαία αφήσαμε την ανατολή πίσω μας για να συναντήσουμε την αντανακλασή της στην πόλη που απλώνεται εμπρός μας.
Απέναντι και πάνω από την πόλη η Πάρνηθα στέκεται ακίνητη, σοφή. Αυτό το κυριακάτικο ξημέρωμα προτιμάει αντί να γελάσει, να χορέψει με την νυχτερινή πάχνη που σηκώνεται όλο και πιο ψηλά ακούγωντας προσεχτικά τις λέξεις σου, τις λέξεις μου.
Με ρώτησες για την ιδέα της ελευθερίας.
Δεν σου είπα οτι η ελευθερία εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο μισοάδειο φεγγάρι, στην Πάρνηθα, στα φώτα, στους δρόμους και στους τοίχους της πόλης. Ποτέ όμως εκεί που βρισκόμασταν,βρισκόμαστε και θα βρισκόμαστε εμείς. Θα την κηνυγάμε και θα κρύβεται πάντα απεναντί μας.
Μόνο και μόνο για να την κυνηγάμε και τίποτα άλλο. Σαν μια καριόλα γκόμενα.
Προχτές όμως μας έκανε το χατίρι και κάθησε για λίγο.
Στο βλέμμα σου,στο βλέμμα μου.
Ισως γιατί χάρηκε που αυτά τα δύο βλέμματα ανταμώσαν.
υπέροχο...
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλή χρονιά με περισσότερες ελεύθερα όμορφες στιγμές...