Ξύπνησα με το ξυπνητήρι του κινητού μου. Άνοιξα τα μάτια μου. Σκοτάδι. Από το παράθυρο έμπαινε το φώς της πόλης. Δεν είχε ξημερώσει ακόμη. Η πρώτοι θόρυβοι από τα φορτηγά που μετέφεραν κάθε λογής εμπορεύματα μπήκε στο δωμάτιο. Σηκώθηκα. Το δωμάτιο ήταν κρύο. Έβαλα μια φόρμα που βρήκα μπροστά μου. Την είχα αφήσει επίτηδες εκεί από το βράδυ. Ήξερα την δουλειά με τα χειμωνιάτικα πρωινά. Άνοιξα το φώς του αποροφητήρα και ξεκίνησα να φτιάχνω καφέ. Σε μία ώρα έπρεπε να είμαι στην δουλειά. Αραγε θα προλάβαινα να δω το ξημέρωμα πριν τη δουλειά; Άνοιξα το παράθυρο να δω αν βρέχει. Ψιχάλιζε. Πρίν το κλείσω πρόλαβαν να μπούν κάτι σειρήνες από περιπολικά ή από ασθενοφόρα. Πότε δεν κατάφερα να ξεχωρήσω την διαφορά. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Μουσική.Καφές.Τσιγάρο.
Ντύθηκα και κατέβηκα. Αραιός κόσμος αγουροξυπνημένος να πηγαίνει στην δουλειά βιαστικά. Ξενυχτησμένος από κάποια εκπομπή που πάντα λέει την αλήθεια στην τηλεόραση. Ισως και από ένα δραματικό ή και ακόμα, κωμικό σίριαλ. Μπαίνω και γώ στο ρόλο. Κατευθύνομαι στο μετρό περνώντας διαδοχικά από ερηπωμένα νεοκλασσικά, ψιλικατζίδικα, σκουπίδια και μπουρδέλα. Προσπαθώ να μην με πατήσουν αυτά τα πρωινά φορτηγά.
Μπαίνοντας στο μετρό συνειδητοποιείς τι ώρα πας για δουλειά. Αντικρίζω ταλαιπωρημένες εργάτριες και εργάτες, καθαρήστριες. Μετανάστες κυρίως, που ήρθαν εδώ για ένα καλύτερο παρόν ή μέλλον. Από το βλέμμα τους καταλαβαίνεις ότι δεν το βρήκαν.Είναι πρίν της εφτά. Σε δύο ώρες αυτά τα ίδια τα βαγόνια θα γεμίσουν από όμορφες πωλήτριες, υπαλλήλους, φοιτητές και εμπόρους.Λίγο πιο ψεύτικα βλέματα θα αντικρύσεις. Η ίδια μιζέρια όμως. Παραδομένοι όλοι και γώ μαζί σε ένα συλλογικό ναι, είμαστε σκλάβοι. Και να κοιτάμε ο ένας τον άλλον πότε θα πεί το όχι και κανείς να μην το λέει.
Βγαίνοντας από το μετρό το θέαμα του ουρανού το ξημέρωμα διώχνει κάθε τι άσχημο από το μυαλό, αλλα κρατάει λίγο. Από τα παράθυρα του τράμ παρατηρώ τα πρώτα μποτιλιαρίσματα. Η άνεση πληρώνεται με χρόνο και νεύρα.
Φτάνω στην δουλειά μετά από αυτη τη γαμημένη ανηφόρα που μου θυμίζει κάθε φορά να κόψω το τσιγάρο. Ανοίγω πόρτα. Ανάβω τσιγάρο. Πρέπει να σκεφτώ. Σκέφτομαι τα πράγματα που πρέπει να φορτώσω. Τα καταφέρνω να πάρω παραπάνω τελικά. Βάζω μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου. Ακούω τους τσίγκους να γδέρνονται μεταξύ τους καθώς κατεβαίνει η πόρτα της αποθήκης. Μουσική, τσιγάρο, οδήγηση.
Κολλημένος στην κίνηση. Απαθής, χαζεύω τους τροχονόμους να παίρνουν την θέση τους στις διασταυρώσεις. Αμπελοφιλοσοφίες να περνούν από το μυαλό στο άκουσμα των πρώτων ειδήσεων στο ραδιόφωνο. Η κοινωνία εκπληρώνει για ακόμη μία φορά το χρέος της, παραμένει στα ίδια σκατά.
Φθάνω στον προορισμό μου. Τα χλιδοχάλια που περίμενα. Ξεφορτώνω και κάνω επαναλαμβανόμενες απόπειρες παρκαρίσματος. Τελικά τα σκάω σε ιδιωτικό πάρκινγκ. Το ξενοδοχείο μου προκαλεί εμετό. Συγρατιέμαι. Κυριλέ κυράτσες και κωλόγεροι. Υπάλληλοι δουλικότεροι από το συνηθισμένο. Με αγριοκοιτάζουν. Τους χαμογελώ. Φύγαν με γκόλ από τα αποδυτήρια. Στήνω μηχανήματα. Αράζω. Για 5 ώρες. Περιμένοντας το τεστ. Κενό. Τεστ. Φεύγω.
Παίρνω κατευθείαν μετρό το βράδυ πρέπει να ξαναπάω να πάρω αυτά και το αμάξι.
Πολύς κόσμος στο μετρό. Αλλοι για βόλτα. Άλλοι σχολάνε και εγώ μέσα σ΄αυτούς. Μια κοπέλα μου δίνει το εισιτηριό της. Είναι λίγο αλαφιασμένη. Την ευχαριστώ.
Βγαίνω στην επιφάνεια. Ο δρόμος έχει κίνηση. Κατευθύνομαι στο σουπερ μάρκετ γιατί πεινάω σαν πούστης. Φτάνω σπίτι. Φαί στη φωτιά, χαρτάκια, καπνός, χόρτο, μουσική. Ετοιμάζεται να βρέξει πάλι και γώ χαζεύω τα σύννεφα. Ο ουρανός είναι ακόμη το τελευταίο πράγμα που δεν έχει καταφέρει να καταβροχθίσει αυτή η μητρόπολη. Τον πολεμάει με τις εξατμίσεις και τα φουγάρα. Αυτός όμως την μπουγελώνει. Για να μπορέσει να δει τα χάλια της μέσα στους αντικατοπτρισμούς των νερών στους δρόμους. Περνάω αρκετή ώρα χαζεύοντας τα σύννεφα. Δεν λέει να βρέξει. Τρώω και με παίρνει ο ύπνος στον καναπέ. Ξυπνάω για να σηκώσω το τηλέφωνο. Κανονίζω κάποια στιγμή που μου φαίνεται πολύ αργότερα μπύρες. Σηκώνομαι. Καφές. Μπάφος.
Κατεβαίνω εξάρχεια και καταλήγω σε ένα πρώην καφενείο, νυν κουλτουρο-καφέ. Το άβατο του Χρυσοχοίδη αλλώνεται σιγά-σιγά. Από εμάς τους ίδιους. Και την ίδια ανάπτυξη της υπόλοιπης πόλης. Μπύρα. Κουβέντες. Ο κόσμος δεν την παλεύει.
Φεύγω από εξάρχεια. Πάω για να τελειώσω τη δουλειά. Φτάνω στο ξενοδοχείο-στόχος κάθε πορείας. Μια γραβάτα στην είσοδο με καλησπερίζει. Μου κλείνει το δρόμο και περιμένει εξηγήσεις γιατί τολμάω να κυκλοφορώ στο λόμπυ με την αμφίεση που έχω. Του εξηγώ ότι δεν έχω καμία σχέση με τους υπόλοιπους εμετικούς τύπους που περιφέρονται στο χώρο και ότι έχω ερθει για δουλειά. Απομακρύνεται. Ευτυχώς γιατί έχω πιεί μπύρες και η επίρεια του χόρτου έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Μάζευω αυτά που έχω να μαζέψω και φεύγω. Γυρνάω σπίτι. Πέφτω για ύπνο.
Αν αυτή ήταν η τελευταία μέρα της ζωής μου, έτσι θα την περνούσα;