Κυριακή 24 Μαΐου 2009

Η τρελα της ημερας

Σοφός δεν είμαι, ούτε άσοφος. Χαρές έχω γνωρίσει. Το λιγότερο που εχω να πω: είμαι ζωντανός, και η ζωη αυτη μου δινει την μεγαλυτερη απολαυση. Τοτε, ο θανατος; Οταν πεθανω (ισως απο στιγμη σε στιγμη), θα αισθανθω μιαν απεριγραπτη ευχαριστηση. Δεν εννοω εκεινη την προγευση του θανατου που ειναι αγευστη και συχνα δυσαρεστη. Ο πονος μας μωραινει. Παντως, η περιοπτη αληθεια για την οποια ειμαι βεβαιος, ειναι αυτη: νιωθω απεριοριστη απολαυση που ζω, και θα νιωσω απεριοριστη ικανοποιηση οταν πεθανω.

Περιπλανηθηκα.Ταξιδεψα απο τοπο σε τοπο. Κατοπιν σταθηκα και εμεινα σ’ ενα σκετο δωματιο. Υπηρξα φτωχος, επειτα πλουσιοτερος, επειτα φτωχοτερος απο πολλους αλλους. Παιδι, ειχα μεγαλα παθη, και, ο,τι επιθυμουσα, γινονταν δικο μου. Τα παιδικα μου χρονια εχουν εξανεμιστει, τα νιατα μου ειναι φευγατα. Δεν με νοιαζει. Ειμαι ευτυχης γι’αυτα που εγιναν, αρεσκομαι με αυτα που τωρα ζω, αυτα που ειναι να’ ρθουν, καλως να ‘ρθουν.

Η ζωη ειναι καλυτερη αραγε απο των αλλων; Μπορει. Στεγη εχω, πολλοι δεν εχουν. Δεν ειμαι λεπρος, δεν ειμαι τυφλος, βλεπω τον κοσμο, μια αφανταστη ευδαιμονια. Τη βλεπω αυτη την ημερα, περα απο αυτη τιποτα δεν υπαρχει. Αυτο, ποιος θα μπορουσε να μου το στερησει; Κι οταν αυτη η ημερα χαθει, θα χαθω μαζι της – η σκεψη, η βεβαιοτητα αυτη με συναρπαζει.

Ανθρωπους αγαπησα, κι αυτους εχασα. Οταν με βρηκε το κακο πηγα να τρελαθω, γιατι ειναι μια κολαση αυτο. Την τρελα μου ομως δεν την ειδε ανθρωπου ματι, η παραφροσυνη μου δεν εβγαινε στο φως, τρελη ηταν μονον η μεσα ζωη μου. Φορες – φορες, μ’επιανε μια λυσσα. Μου ελεγαν: Γιατι ειστε τοσο ηρεμος; Εγω ομως, απο πανω μεχρι κατω καιγομουν, τη νυχτα, ετρεχα στους δρομους κι εβγαζα ουρλιαχτα, τη μερα, εργαζομουν ημερα.

Λιγο αργοτερα, ξεσπασε η τρελα του κοσμου. Μ’ εστησαν στον τοιχο οπως και πολλους αλλους. Γιατι; Χωρις λογο. Τα τουφεκια δεν εριξαν. Ειπα με το νου μου: Θεε, τι κανεις; Τοτε, επαψα να ειμαι αφρων. Ο κοσμος κλυδωνιστηκε, επειτα βρηκε παλι την ισορροπια του.

Με τη φρονηση, επανεκτησα και τη μνημη μου και ειδα πως, ακομα και τις πιο μαυρες ημερες, τοτε που πιστευα πως ημουν απολυτα κι ολοκληρωτικα δυστυχισμενος, ημουν, παρ’ ολα αυτα, και σχεδον συνεχως, εξαιρετικα ευτυχισμενος. Αυτο μ’ εβαλε σε σκεψεις. Δεν ηταν ευχαριστη αυτη η ανακαλυψη. Ειχα την εντυπωση πως εχανα πολλα. Αναρωτιομουν: μηπως δεν ημουν βουτηγμενος στη θλιψη, δεν ειχα νιωσει την ζωη μου να γινεται χιλια κομματια; Ναι, ομως, ανα πασα στιγμη, οταν σηκωνομουν και ετρεχα στους δρομους, οταν στεκομουν ακινητος σε μια ακρη του δωματιου, η δροσια της νυχτας, η σταθεροτητα του εδαφους, με εκαναν να αναπνεω και να αναπαυομαι αγαλλιαζοντας.

Θα ηθελαν να απαλλαγουν οι ανθρωποι απο τον θανατο. Τι περιεργο γενος! Ειναι και μερικοι που κραυγαζουν «Να πεθανω, να πεθανω»: αυτοι θα ηθελαν να απαλλαγουν απ’ τη ζωη. «Δεν ειναι ζωη αυτη, θα σκοτωθω, θα παραδοθω». Ειν’ αξιοθρηνητο και παραδοξο αυτο, καποιο λαθος γινεται.

Συναντησα ωστοσο κι ανθρωπους που δεν ειπαν ποτε στην ζωη ‘παψε’, και ποτε στον θανατο ‘φυγε’. Σχεδον παντα γυναικες, ομορφα πλασματα. Τους αντρες, ο τρομος τους πολιορκει, τους διαπερνα η νυχτα, βλεπουν τα σχεδια τους να εκμηδενιζονται, την εργασια τους να κονιορτοποιειται, κεραυνοβολουνται, αυτοι οι τοσο σπουδαιοι που ηθελαν να φτιαξουν τον κοσμο, τα παντα γκρεμιζονται.

Ειμαι σε θεση να περιγραψω τις δοκιμασιες που περασα; Δεν μπορουσα ουτε να βαδισω, ουτε ν’ ανασανω, ουτε να τραφω. Ειχε γινει πετρα η καρδια μου, νερο το σωμα μου, κι ωστοσο πεθαινε απο διψα. Μια μερα, με εβαλαν βαθια μεσα στο χωμα, οι γιατροι με σκεπασαν με λασπη. Τι δουλεια που γινεται στα εγκατα της γης! Ποιος λεει πως ειναι κρυα; Φωτια ειναι, θαμνος εξ ακανθων. Οταν βγηκα, δεν αισθανομουν τιποτα. Ειχα χασει τελειως την επαφη μου με τον κοσμο: μολις εμπαινε καποιος στο δωματιο μου, εβαζα τις φωνες, το μαχαιρι ομως με τεμαχιζε ημερα. Ναι, ειχα μεινει σκελετος. Τη νυχτα, η ισχνοτητα μου ορθωνονταν εμπρος μου για να με τρομαξει. Με εβριζε, με εξουθενωνε με τα πηγαιν’-ελα της. Α, ημουν πολυ κουρασμενος!

Ειμαι εγωιστης; Μονο για μερικους ανθρωπους αισθανομαι κατι, οικτο για κανεναν, επειδη σπανια νιωθω την αναγκη να αρεσω, σπανια την αναγκη να μου αρεσουν, κι εγω, που για τον εαυτο μου δεν αισθανομαι σχεδον τιποτα, μονο μεσα τους υποφερω, ετσι ωστε και η παραμικρη ενοχληση τους μου γινεται απεραντη δυστυχια κι ωστοσο, αν χρειαστει, χωρις δευτερη κουβεντα τους θυσιαζω, τους αφαιρω καθε αισθημα ευτυχιας (ειναι και φορες που τους σκοτωνω).

Aπ΄ τον λασπολακκο βγηκα με την ευρωστια της ωριμοτητας. Τι ημουν πριν; Ενα σακι νερο, μια νεκρη εκταση, βυθος υπνωτων. (Εντουτοις, ηξερα ποιος ημουν, εξακολουθουσα να πορευομαι στον χρονο, δεν εξεπιπτα στο μηδεν). Ερχονταν να με δουν απο μακρια. Οι γυναικες κατεκλινοντο καταγης για να μου δωσουν το χερι. Ειχα κι εγω καποτε το μεριδιο μου στη νιοτη. Το κενο ομως μου αφησε μια απογοητευση μεγαλη.

Δεν ειμαι δειλος, δεχτηκα χτυπηματα. Καποιος (ενας εξαγριωμενος) πηρε το χερι μου και καρφωσε εκει το μαχαιρι του. Τι αιμα! Μετα, αρχισε να τρεμει. Μου προσφερε το χερι του για να το καρφωσω στο τραπεζι η στην πορτα. Ο ανθρωπος, ενας τρελος, πιστευε πως ειχε γινει φιλος μου επειδη με ειχε μαχαιρωσει, μου εδινε τη γυναικα του, ετρεχε ξοπισω μου στον δρομο κραυγαζοντας «Ειμαι καταραμενος, ερμαιο ανηθικου παραληρηματος, τ’ ομολογω, τ’ ομολογω». Ενας αλλοκοτος τρελλος. Εν τω μεταξυ, το αιμα ετρεχε πανω στο μοναδικο κοστουμι μου.

Ζουσα περισσοτερο στις πολεις. Για ενα διαστημα, υπηρξα δημοσιο προσωπο. Με ειλκυε ο νομος, με εθελγε το πληθος. Για τον αλλον ημουν σκοτεινος. Εγω, ο μηδαμινος, υπηρξα ηγεμων. Μια μερα ομως κουραστηκα να ειμαι ο λιθος που βαλλει κατα των μοναχικων ανθρωπων. Για να δοκιμασω τον νομο, τον καλεσα γλυκα: «Πλησιασε, να σε δω στο προσωπο». (Ηθελα, για μια στιγμη, να τον ξεμοναχιασω). Απερισκεπτο καλεσμα. Τι θα ειχα κανει, εαν ειχε ανταποκριθει;

Πρεπει να το παραδεχτω: εχω διαβασει πολλα βιβλια. Οταν εγω εξαφανιστω, ολοι αυτοι οι τομοι ανεπαισθητα θ’ αλλαξουν, οσο μεγαλυτερα τα περιθωρια, τοσο πιο ανανδρη η σκεψη. Ναι, εχω μιλησει σε παρα πολλους ανθρωπους, αυτο ειναι κατι που μ’ εντυπωσιαζει σημερα, το καθε ατομο υπηρξε για μενα ενας λαος. Αυτος ο απεραντος αλλος με απεδωσε στον εαυτο μου πολυ περισσοτερο απ’ οσο θα ηθελα. Τωρα, η ζωη μου εχει μια σταθεροτητα εκπληκτικη, ακομα και οι θανασιμες αρρωστιες με θεωρουν απροσβλητο. Ζητω συγγνωμη, αλλα πρεπει να θαψω μερικους πριν ερθει η σειρα μου.

Αρχιζα να εξαθλιωνομαι. Η αθλιοτητα διεγραφε γυρω μου κυκλους αργους απ’ τους οποιους ο πρωτος εδειχνε να μου τ’ αφηνει ολα ενω ο τελευταιος δεν μου αφηνε παρα μονον τον εαυτο μου. Καποια μερα, βρεθηκα εγκλειστος μεσα στην πολη: τα ταξιδια ανηκαν πλεον στην περιοχη του μυθου. Το τηλεφωνο σταματησε να χτυπαει. Τα ρουχα μου ελιωναν. Υπεφερα απ’ το κρυο, γρηγορα, την ανοιξη. Πηγαινα στις βιβλιοθηκες. Ειχα πιασει φιλιες μ’ εναν υπαλληλο που με κατεβαζε στα υπερθερμασμενα υπογεια. Για να του ειμαι χρησιμος, καλπαζα χαρουμενα πανω σε μικροσκοπικες γεφυρες και του εφερνα βιβλια που επειτα αυτος τα μεταβιβαζε στο ζοφερο πνευμα της αναγνωσης. Αυτο το πνευμα ομως εξαπελυσε εναντιον μου καποιες καθολου ευγενικες κουβεντες, ενωπιον του, εγω συρρικνωνομουν, με ειδε οπως ημουν, ενα εντομο, ενα ζωο με γναθο που ελκει την καταγωγη του απο τις σκοτεινες περιοχες της μιζεριας. Ποιος ημουν; Το ν’ απαντησω σ’ αυτη την ερωτηση θα μου δημιουργουσε μεγαλα προβληματα.

Βγαινοντας εξω, ειδα ενα συντομο οραμα: δυο βηματα πιο κατω, ακριβως στη γωνια του δρομου απ’ οπου εφευγα, στεκοταν μια γυναικα μ’ ενα παιδικο καροτσακι, δεν την εβλεπα καθαρα, εστριβε δεξια κι αριστερα το καροτσακι για να το βαλει απ’ την εξωπορτα. Τη στιγμη εκεινη, απ’ αυτη την πορτα μπηκε μεσα ενας ανδρας που δεν τον ειχα δει να πλησιαζει. Ενω ειχε ηδη δρασκελισει το υπερυψωμενο κατωφλι, εκανε προς τα πισω και ξαναβγηκε. Οπως στεκοταν διπλα στην πορτα αυτος, το παιδικο καροτσακι, περνωντας απο μπροστα του, ανασηκωθηκε λιγο για να υπερπηδησει το κατωφλι και η νεαρη γυναικα, αφου σηκωσε πρωτα το κεφαλι της και τον κοιταξε, εξαφανιστηκε κι αυτη με την σειρα της.

Αυτη η συντομη σκηνη με συνεπηρε σε βαθμο παραληρηματος. Δεν υπηρχε αμφιβολια πως δεν ημουν σε θεση να την εξηγησω εντελως σ’ εμενα τον ιδιο κι ωστοσο ημουν βεβαιος πως ειχα συλλαβει τη στιγμη απ’ την οποια η ημερα, εχοντας προσκρουσει σε ενα αληθινο γεγονος, θα αρχιζε να επιταχυνει την πορεια της προς το τελος της. Να το που φτανει, ελεγα απο μεσα μου, ερχεται το τελος, κατι συμβαινει, το τελος αρχιζει. Ημουν καθηλωμενος απ’ τη χαρα.

Κατευθυνθηκα προς εκεινο το σπιτι αλλα δεν μπηκα μεσα. Απο το ανοιγμα της πορτας, εβλεπα τη σκοτεινη αφετηρια μιας αυλης. Στηριχτηκα στον εξωτερικο τοιχο, κρυωνα πραγματικα παρα πολυ, καθως το κρυο με τυλιγε ολοκληρον, ενιωθα σιγα- σιγα το πελωριο αναστημα μου να παιρνει τις διαστασεις αυτου του θεορατου κρυου, ανυψωνονταν ηρεμα συμφωνα με τους νομους της αληθινης του φυσης, και παρεμεινα στη χαρα και την τελειοτητα αυτης της ευτυχιας, με το κεφαλι, για μια στιγμη, τοσο ψηλα οσο και η πετρα του ουρανου, και με τα ποδια στο λιθοστρωτο.

Σημειωστε πως ολ’ αυτα ηταν πραγματικα.

Δεν ειχα εχθρους. Κανεις δεν με ενοχλουσε. Ποτε-ποτε, μεσα στο κεφαλι μου γεννιοταν μια απεραντη μοναξια οπου συμπας ο κοσμος εξαφανιζονταν, εβγαινε ομως απ’ αυτην ανεπαφος, χωρις ουτε μια αμυχη, τιποτα δεν του ελειπε. Κινδυνεψα να χασω το φως μου γιατι καποιος εσπασε γυαλια στα ματια μου. Το πληγμα αυτο με κλονισε, το παραδεχομαι. Ειχα την αισθηση πως επεστρεφα μεσα στον τοιχο, πως ξεστρατιζα μεσα σε μια λοχμη απο πυρολιθο. Το χειροτερο ηταν η αποτομη, η φρικτη ωμοτητα της ημερας, δεν μπορουσα ουτε να κοιταζω ουτε να μη κοιταζω, το να βλεπω ηταν τρομερο, και το να παψω να βλεπω με ξεσκιζε απο το μετωπο εως τον λαιμο. Επιπλεον, ακουγα κραυγες υαινας που με εξεθεταν στην απειλη ενος αγριου ζωου (νομιζω πως οι κραυγες αυτες ηταν δικες μου).

Αφου μου εβγαλαν τα γυαλια, γλιστρυσαν κατω απο τα βλεφαρα μια μεμβρανη και πανω στα βλεφαρα τοιχωματα απο φαρμακευτικο βαμβακα. Δεν επρεπε να μιλω γιατι η ομιλια τεντωνε τα ραμματα των επιδεσμων. «Κοιμοσασταν» μου ειπε αργοτερα ο γιατρος. Κοιμομουν! Επρεπε ν’ αντισταθω στο φως των επτα ημερων – μια καθαρη πυρακτωση! Ναι, επτα ημερες ως μια, οι επτα θεμελιωδεις φωταυγειες συμπυκνωμενες στον σπινθηρα μιας και μονης στιγμης, μου ζητουσαν εξηγησεις. Ποιος θα το ειχε φανταστει αυτο; Ελεγα μερικες φορες στον εαυτο μου: «Ο θανατος ειναι. Παρ’ ολα αυτα, αξιζει τον κοπο, ειν’ εντυπωσιακο». Συχνα ομως πεθαινα χωρις να πω ουτε μια λεξη. Εντελει, πειστικα οτι εβλεπα ισια στο προσωπο την τρελα της ημερας, αυτη ηταν η αληθεια: το φως τρελαινονταν, η φωταυγεια ειχε χασει τελειως τα μυαλα της, χυμουσε πανω μου χωρις ιχνος λογικης, χωρις φραγμο, χωρις σκοπο. Αυτη η ανακαλυψη μπηχτηκε στη ζωη μου απο τη μια της ακρη ως την αλλη σαν δαγκωνια.

Κοιμομουν! Οταν ξυπνησα, χρειαστηκε να ακουσω καποιον να με ρωταει: «Θα υποβαλλετε μηνυση;» Περιεργη ερωτηση προς καποιον που μολις προ ολιγου ειχε εμμεση συναλλαγη με την ημερα.

Ακομα και μετα τη θεραπεια, αμφεβαλλα πως ειχα γινει καλα. Δεν μπορουσα ουτε να διαβασω ουτε να γραψω. Ενας ομιχλωδης Βορρας με περιεβαλλε. Αλλα, ιδου το παραδοξο: μολονοτι θυμομουν την φρικιαστικη επαφη με την ημερα, μαραζωνα που ζουσα πισω απο κουρτινες και σκουρα ματογυαλια. Ηθελα να δω καποιο πραγμα στο απλετο φως, ημουν κορεσμενος απο την τερψη και την ανεση που μου παρειχε το ημιφως, ενιωθα για την ημερα τον ποθοπου νιωθουμε για το νερο και τον αερα.

Αν το να δω ηταν φωτια, απαιτουσα την πληροτητα της φωτιας, αν το να δω ηταν σα να με μιαινε η τρελα, ποθουσα τρελα αυτη την τρελα.

Στο ιδρυμα, μου εδωσαν μια μικρη απασχοληση. Απαντουσα στο τηλεφωνο. Ο γιατρος ειχε ενα μικροβιολογικο εργαστηριο (τον ενδιεφερε το αιμα), εκει εμπαιναν διαφοροι και επιναν καποιο φαρμακο, επειτα ξαπλωναν σε μικρα κρεβατια και τους επαιρνε ο υπνος. Ενας απο αυτους ειχε μια φαεινη ιδεα: μετα το κανονικο φαρμακο, καταπιε ενα δηλητηριο κι επεσε σε κωμα. Ο γιατρος αυτο το χαρακτηριζε αχρειοτητα. Τον επανεφερε στην ζωη και «κατεθεσε μηνυση» εναντιον αυτου του απατηλου υπνου. Μαλιστα! Νομιζω πως αυτος ο ασθενης ηταν αξιος καλυτερης τυχης.

Αν και η οραση μου ειχε περιοριστει ελαχιστα, στο δρομο περπατουσα σαν τον καβουρα, στηριζομουν καλα στους τοιχους και, μολις τους αφηνα, ιλιγγος κυκλωνε τα βηματα μου. Σ’ αυτους τους τοιχους, συχνα εβλεπα την ιδια αφισα, μια αφισα σεμνη αλλα με αρκετα μεγαλα γραμματα: Το θελεις κι εσυ. Φυσικα το ηθελα, και καθε φορα που εβρισκα στο δρομο μου αυτες τις επιβλητικες λεξεις, το ηθελα.

Ωστοσο, κατι μεσα μου επαυε μ’ αρκετα γρηγορο ρυθμο να θελει. Το διαβασμα μου εφερνε μεγαλη κοπωση. Το να μιλω δεν με κουραζε λιγοτερο, και η παραμικροτερη αληθινη κουβεντα απαιτουσε απο εμενα καποια δυναμη, δεν ξερω ποια, που μου ελειπε. Μου ελεγαν: «Αντιμετωπιζετε αυταρεσκα τις δυσκολιες σας». Τα λογια αυτα με παραξενευαν. Αν ημουν εικοσι χρονων και στην ιδια κατασταση, κανεις δεν θα με ειχε προσεξει. Στα σαραντα, αρκετα φτωχος, επαιρνα την οψη κακομοιρη. Τι εφταιγε γι’ αυτη την αξιοθρηνητη εμφανιση μου;

Νομιζω πως ηταν κατι που το παθαινα στον δρομο. Οι δρομοι δεν μ’ εμπλουτιζαν οπως θα ‘πρεπε κανονικα. Αντιθετα, με το να ακολουθω τα πεζοδρομια, με το να περνω απο τις εκπληκτικες λεωφορους οπου η πολη ακτινοβολουσε θεσπεσια, γινομουν απιστευτα ακεφος, συνεσταλμενος, μ’ επιανε κουραση, απορροφωντας υπερβολικη δοση απ’ την ανωνυμη ερειπωση, ειλκυα πανω μου τα βλεμματα, αυτο γινονταν πολυ περισσοτερο οταν η δοση αυτη δεν ηταν φτιαγμενη για μενα κι οταν με μεταμορφωνε σ’ ενα καπως αοριστο και αμορφο πραγμα, για αυτον τον λογο, η ερειπωση εμοιαζε προσποιητη, επιδεικτικη. Η ενδεια εχει το κακο οτι γινεται ορατη, κι εκεινοι που την βλεπουν, σκεφτονται: «Οριστε, με κατηγορουν, ποιος ειναι αυτος που μου επιτιθεται;» Εγω ομως δεν ηθελα με κανεναν τροπο φερειν επι των ενδυματων μου την δικαιοσυνη.

Μου ελεγαν (αλλοτε ο γιατρος, αλλοτε οι νοσοκομες): «Ειστε μορφωμενος, εχετε ικανοτητες, με το να αφηνετε αδρανεις καποιες δυνατοτητες σας που, αν ειχαν κατανεμηθει σε δεκα ανθρωπους απ’ τους οποιους λειπουν, θα τους επετρεπαν να ζησουν, τους στερειτε αυτο που δεν εχουν, και η δικη σας ανεχεια, που θα μπορουσατε να την ειχατε αποφυγει, ειναι και μια προσβολη στις δικες τους αναγκες». Ρωτουσα: «Προς τι αυτες οι νουθεσιες; Μηπως κλεβω τη θεση που κρατω; Παρτε μου την πισω». Ενιωθα κυκλωμενος απο αδικες σκεψεις και κακεντρεχη επιχειρηματα. Και τι μου προσηπταν; Μια αορατη γνωση που κανεις δεν μπορουσε ν’ αποδειξει και που και εγω ο ιδιος ματαια αναζητουσα. Ημουν μορφωμενος! Μα, ισως και να μην ημουν διαρκως. Ικανος; Που βρισκονταν αυτες οι ικανοτητες που εκεινοι τις εκαναν να μιλουν σαν δικαστες καθισμενοι με τηβεννο στις εδρες και ετοιμοι να με καταδικαζουν νυχτα-μερα;

Αγαπουσα αρκετα τους γιατρους, δεν ενιωθα να με μειωνουν οι αμφιβολιες τους. Το κακο ειναι πως ωρα με την ωρα το κυρος τους μεγαλωνε. Δεν εχουμε αντιληφθει οτι οι ανθρωποι αυτοι ειναι βασιλεις. Εισεβαλλαν στο δωματιο μου λεγοντας: «Ολα εδω μεσα μας ανηκουν». Χυμουσαν πανω στα ροκανιδια της σκεψης μου: «Ειναι δικα μας». Πιεζαν την ιστορια μου: «Μιλα», κι αυτη γινονταν υπηρετρια τους. Απεκδυομουν, με ταχυτητα, τον εαυτο μου. Διεμοιραζα το αιμα μου, την εσωτερικοτητα μου, τους δανειζα το συμπαν, τους εδινα την ημερα. Μπροστα στα ματια τους, που δεν ηταν καθολου απορημενα, γινομουν μια σταγονα νερο, μια κηλιδα μελανη. Σμικρυνομουν στις δικες τους διαστασεις, η οραση τους με συνελαμβανε εξ ολοκληρου, κι οταν εντελει, μην εχοντας πια απεναντι τους παρα μονο την απολυτη μηδαμινοτητα μου και τι αλλο πια να δουν, επαυαν και να με βλεπουν, σηκωνονταν εξοργισμενοι φωναζοντας: «Μα, που ειστε; Που κρυβοσαστε; Απαγορευεται το κρυπτεσθαι, θεωρειται παραπτωμα», κτλ.

Πισω απο την πλατη τους, διεκρινα τη σιλουετα της Θεμιδος. Οχι εκεινης που γνωριζουμε, που ειναι αυστηρη και καπως δυσαρεστη. Αυτη ηταν ενας αλλος νομος. Αντι να καταρρεω υπο την απειλη της, εγω ημουν αυτος που εμοιαζε να την τρομαζει. Αν πιστεψω σ’ αυτο που εδειχνε, κεραυνος ηταν το βλεμμα μου και ελατηρια ολεθρου τα χερια μου. Επιπλεον, απεδιδε, γελοιωδως, σ’ εμενα ολες τις εξουσιες, γονατιστη εμπρος μου κηρυσσοταν ακαταπαυστα υπερ εμου. Τιποτα ομως δεν μ’ αφηνε να ρωτω, κι οταν μου αναγνωρισε το δικαιωμα να ειμαι πανταχου παρων, αυτο σημαινε πως δεν ειχα θεση πουθενα. Οταν με τοποθετουσε υπερανω των εξουσιων, αυτο σημαινε: δεν ειστε εξουσιοδοτημενος για τιποτα. Οταν ταπεινωνε τον εαυτο της: δεν με σεβεστε.

Ηξερα πως ενας απο τους στοχους της ηταν να με κανει ‘να αποδωσω δικαιοσυνη’. Μου ελεγε: «Τωρα εισαι ενα ξεχωριστο πλασμα, κανεις δεν μπορει να σου κανει τιποτα. Μπορεις να μιλας, τιποτα δεν σε υποχρεωνει, οι ορκοι δεν σε δεσμευουν πλεον, οι πραξεις σου δεν εχουν καμμια συνεπεια. Με πατας στο χωμα, κι αυτο με κανει δουλα σου για παντα». Δουλα! Αυτο δεν το ηθελα με κανεναν τροπο.

Μου ελεγε: «Αγαπας την δικαιοσυνη. – Νομιζω πως ναι. – Γιατι αφηνεις την δικαιοσυνη να λοιδορειται στο τοσο σημαντικο ατομο σου; - Μα, για μενα, το ατομο μου δεν ειναι σημαντικο. – Εαν η δικαιοσυνη εξασθενιζει στο δικο σου προσωπο, τοτε αποδυναμωνεται και στους αλλους που θα υποφερουν απ’ αυτό. – Μα, εκεινη δεν την αφορα το ζητημα αυτο. – Ολα την αφορουν. – Μα, μου ειπατε πως ειμαι ξεχωριστος. – Ξεχωριστος εαν δρασεις, ποτε, εαν αφησεις τους αλλους να δρασουν».

Εφτανε στο σημειο να λεει κουβεντες του αερα: «Η αληθεια ειναι πως δεν μπορουμε πια να χωριστουμε ο ενας απ’ τον αλλο. Θα σ’ ακολουθω παντου, θα ζω κατω απ’ τη δικη σου στεγη, θα εχουμε τον ιδιο υπνο».

Ειχα δεχτει να αφεθω στον εγκλεισμο. Προσωρινα, μου ελεγαν. Ενταξει, προσωρινα! Τις ωρες που μας εβγαζαν στο υπαιθρο, ενας αλλος τροφιμος, γερος με λευκη γενειαδα, σκαρφαλωνε στους ωμους μου και χειρονομουσε πανω απο το κεφαλι μου. Του ελεγα: «Ο Τολστοι εισαι;» Αυτη ηταν η αιτια που ο γιατρος με θεωρουσε εντελως τρελο. Τελικα, τους εβγαζα ολους βολτα κουβαλωντας τους στην πλατη μου, ενα κουβαρι σφιχταγκαλιασμενα οντα, μια συντροφια ωριμων ανθρωπων που τους ειλκυε εκει στο υψος μια ματαιοδοξη επιθυμια για κυριαρχια, ενας δυστυχης παιδισμος, κι οταν εγω κατερρεα (αφου, πως να το κανουμε, δεν ημουν και κανενα αλογο), οι περισσοτεροι συντροφοι μου, που ειχαν κι αυτοι κατρακυλησει καταγης, με αρχιζαν στο ξυλο. Τι απολαυστικες ωρες!

Ο νομος εκρινε αυστηρα τη συμπεριφορα μου: «Τοτε που σας ειχα γνωρισει, εισασταν πολυ διαφορετικος. – Πολυ διαφορετικος; - Δεν σας περιγελουσαν ατιμωρητι οι αλλοι. Το να σας δει κανεις, στοιχιζε μια ζωη. Το να σας αγαπησει, σημαινε θανατο. Οι ανθρωποι εσκαβαν λακκους και χωνονταν μεσα για να γλυτωσουν απ’ το βλεμμα σας. Ελεγαν αναμεταξυ τους: Περασε; Ας ειναι ευλογημενο το χωμα που μας κρυβει.- Δεν σας αρκουσε ο φοβος, ουτε τα μεθ’ ολης της καρδιας εγκωμια, ουτε μια χρηστη ζωη, ουτε η ταπεινοφροσυνη η που κυλιεται στον κονιορτο. Προπαντων ομως, μη μου κανετε ερωτησεις. Τινος η σκεψη θα τολμουσε να ανελθει ως εμενα;

Εφτανε σε πρωτοφανη εξαψη. Με εκθειαζε αλλα για να ανυψωσει πανω μου τον ευατο της: «Ειστε ο λιμος, η διχονοια, η ανθρωποκτονια, η καταστροφη. – Γιατί ολ’ αυτα; - Οτι εγω ειμι ο αγγελος της διχονοιας, της ανθρωποκτονιας και του τελους. – Ε, τοτε, της ελεγα, δεν χρειαζομαστε τιποτα περισσοτερο για να μας κλεισουν και τους δυο μεσα». Η αληθεια ειναι πως μου ηταν αρεστη. Μεσα σ αυτο το περιβαλλον οπου υπερειχε ο αντρικος πληθυσμος, αυτη ηταν το μονο θηλυκο στοιχειο. Μια φορα, με εβαλε να αγγιξω το γονατο της, η εντυπωση ηταν αλλοκοτη. Της το ειχα δηλωσει: δεν ανηκω στην κατηγορια των ανδρων που αρκουνται σε ενα γονατο. Η απαντηση της: κατι τετοιο θα ηταν αηδιαστικο!

Ιδου ενα απο τα παιχνιδια της. Μου εδειχνε ενα τμημα του χωρου, αναμεσα στο πανω μερος του παραθυρου και στο ταβανι: «Εκει ειστε», ελεγε. Κοιταζα το σημειο εκεινο ενταντικα. «Ειστε;» Το κοιταζα μ’ ολη μου την δυναμη. «Λοιπον;» Ενιωθα τις ουλες μου να εκτινασσονται με το βλεμμα μου, η οραση μου γινονταν μια πληγη, το κεφαλι μου μια τρυπα, ενας ξεκοιλιασμενος ταυρος. Ξαφνικα εβαζε τις φωνες: «Α, βλεπω την ημερα, α, θεε μου,» κτλ. Διαμαρτυρομουν λεγοντας πως το παιχνιδι αυτο με κουραζε αφανταστα, ομως ο νομος δεν χορταινε την δοξα μου.

Ποιος σας εριξε γυαλια στο προσωπο; Η ερωτηση αυτη ερχονταν και ξαναερχονταν μ’ ολες τις ερωτησεις. Δεν μου την εθεταν πια αμεσα, ηταν ομως το σταυροδρομι οπου οδηγουσαν ολοι οι δρομοι. Μου ειχαν επιστησει την προσοχη στο γεγονος πως η απαντηση μου δεν θα μου αποκαλυπτε τιποτα γιατι τα παντα ειχαν, προ πολλου, αποκαλυφθει. ‘Ενας λογος παραπανω για να μην μιλω.- Ελατε τωρα, ειστε μορφωμενος, ξερετε οτι η σιωπη προσελκυει την προσοχη. Μενοντας βουβος, προδινεστε με τον πιο παραλογο τροπο». Τους απαντουσα: «Μα, η σιωπη μου ειναι αληθινη. Αν σας την εκρυβα, παλι θα εβγαινε με αλλον τροπο. Αν με προδινει, τοσο το καλυτερο για εσας, γιατι σας εξυπηρετει, και τοσο το καλυτερο για μενα που λετε οτι με υπηρετειτε». Ετσι, επρεπε να κινησουν γη και ουρανο για να βρουν ακρη.

Ειχα δειξει ενδιαφερον για την ερευνα τους. Ημασταν ολοι σαν προσωπιδοφοροι κυνηγοι. Ποιος ηταν ο ερωτωμενος; Ποιος ο αποκρινομενος; Οι ρολοι αντιστρεφονταν. Οι λεξεις μιλουσαν μονες τους. Η σιωπη εισχωρουσε μεσα του, μεσα σ’ αυτο το εξαιρετικο καταφυγιο, γιατι, εκτος απο μενα, κανεις δεν το προσεχε αυτο.

Μου ειχαν πει: «Διηγηθειτε μας πως ‘ακριβως’ εγιναν τα πραγματα». – Ενα αφηγημα; Αρχισα: Σοφος δεν ειμαι, ουτε ασοφος. Χαρές εχω γνωρισει. Το λιγοτερο που εχω να πω. Τους αφηγηθηκα ολοκληρη την ιστορια την οποια ακουγαν, μου φαινεται, μ’ ενδιαφερον, τουλαχιστον στην αρχη. «Μετα απ’ αυτη την αρχη, ελεγαν, θα περασετε στα γεγονοτα». Ποια γεγονοτα; Το αφηγημα ειχε τελειωσει.

Αναγκαστηκα να παραδεχτω πως δεν ημουν ικανος να συνθεσω μ’ αυτα τα περιστατικα ενα αφηγημα. Ειχα χασει την αισθηση της ιστοριας, ειναι κατι που συμβαινει σε πολλες ασθενειες. Αυτη ομως η εξηγηση τους εκανε ακομα πιο απαιτητικους. Τοτε, για πρωτη φορα, προσεξα πως εκεινοι ηταν δυο, πως αυτη η διατρεβλωση της παραδοσιακης μεθοδου, μολονοτι ειχε την εξηγηση της στο οτι ο ενας ηταν οφθαλμιατρος κι ο αλλος ειδικος στις ψυχασθενειες, εδινε συνεχως στην συνομιλια μας τον χαρακτηρα μιας αυταρχικης ανακρισης, επιτηρουμενης και ελεγχομενης απο εναν αυστηρο κανονα. Φυσικα, υπαστυνομος δεν ηταν ουτε ο ενας ουτε ο αλλος. Επειδη ομως ηταν δυο, ηταν γι’ αυτον τον λογο τρεις, κι αυτος ο τριτος εξακολουθουσε να ειναι ακλονητα πεπεισμενος, ειμαι βεβαιος γι’ αυτο, πως ενας συγγραφεας, ενας ανθρωπος που μιλαει και στοχαζεται με κομψοτητα, ειναι παντα ικανος να αφηγηθει γεγονοτα που θυμαται.

Ενα αφηγημα; Οχι αφηγημα, κανενα, ποτε πια.

 

Maurice Blanchot

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου