Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010

Μια σταγόνα

Κάπου εκεί ανάμεσα από τα σύννεφα βρίσκεται μια μικρή σταγόνα. Ο Νόμος της βαρύτητας την τραβάει να πέσει. Αυτή όμως αρνήται. Πως μπορεί να δεχτεί να καταλήξει στο πλαστικό λούκι ενός τσιμεντένιου μπαλκονιού, όταν έχει μάθει να ζει ανάμεσα από τα σύννεφα.Προτιμάει να εξατμιστεί παρά να υπακούσει στο Νόμο.

Μια ακόμη μέρα αντίστασης, που δεν λέει να βρέξει,με βρίσκει σε ένα τσιμεντένιο μπαλκόνι να κοιτάω το λούκι.Πόσες και πόσες σταγόνες λίγησαν, απλά για να γεμίζουν λούκια. Ως πότε;

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ένα μικρό απόγευμα στη Σάμο

Απόγευμα.Γυρνάω το κουμπί της κονσόλας στην θέση off.Μικρά πράσινα και κόκκινα λαμπάκια, πεθαίνουν,αργά.Τους έδωσα ζωή για δώδεκα ώρες σήμερα.Τώρα ξεκινάει η δική μου, για λίγο.
Βγαίνω από την αίθουσα.Στην αυλή κοκτέιλ πάρτυ.Αρπάζω ένα ποτήρι κρασί.
Θέλω να μου δώσω λίγο χρόνο για να παρατηρήσω τον κόσμο.Η παρατήρηση κρατάει μισό ποτήρι.Τίποτα το ενδιαφέρον.Αναμενώμενο.Καλοντυμμένοι μεσήλικες, που έχουν κάνει κάτι με τη ζωή τους, ή τέλος πάντων έτσι πιστεύουν.
Γυρνώντας στο δωμάτιο προτιμώ να σκαρφαλώσω από το μπαλκόνι και να μπω.
Απλά και μόνο για την μικρή διατάραξη της τάξης μου.Κολλάω ένα,δύο,τρία χαρτάκια.Φεύγω ξυπόλυτος για την παραλία.
Ο ήλιος έχει πέσει και το γεμάτο φεγγάρι αρχίζει να χρωματίζει τα μαύρα νερά.Η παραλία είναι άδεια.Χαζεύω το χορό που έχουν στήσει κάτι σύννεφα με το φεγγάρι.
Βγάζω μαγιό και βουτάω στο μαύρο του νερού.Ειλικρινά χαμογελάω.
Λίγο αργότερα με πετυχαίνω ανάμεσα σε μια αμμουδιά και κάτι συρματοπλέγματα.Αεροδρόμιο δεξιά,παραλία με κυματοθραύστες αριστερά.Εικόνες από Νορμανδία σε φιλμ. Σκοτάδι. Φώτα αυτοκινήτων πλησιάζουν και απομακρύνονται με μεγάλη ταχύτητα.Μέσα από το σκοτάδι ξεπροβάλλουν φιγούρες που τρέχουν. Κάνουν την βραδινή γυμναστική τους.Παράξενοι αυτοί οι βόρειο-ευρωπαίοι.Νιώθω ότι ζω μέσα στο Mullhollland Drive.Είμαι 24 καρέ σε κάθε δευτερόλεπτο.Ενδιάμεσα δεν υπάρχω.Κρύβομαι ανάμεσα στα καρέ. Παράξενο σκοτάδι,παράξενη ησυχία. Η ησυχία σπάει από ενα αεροπλάνο που προσγειώνεται. Γυρνάω στο ξενοδοχείο.Δεν θέλω να μπω στο δωμάτιο.Περιμένω σε ένα πεζούλι,καπνίζοντας, τον πιτσαδόρο. Πότε δεν γούσταρα τα λόμπυ των ξενοδοχείων. Τρώω και βάζω μια αδιάφορη ταινία στο λάπτοπ για να με πάρει ο ύπνος. Με παίρνει.
Ξυπνάω, ανάβω τσιγάρο. Ο ήλιος δεν έχει βγεί ακόμα. Το φεγγάρι κρεμασμένο πάνω από το αεροδρόμιο,κάνει την σύνδεση με την προηγούμενη νύχτα στον εγκέφαλο μου. Φεύγω από το δωμάτιο.Φοράω το καπέλο μου στραβά.Είμαι ο Τζέσυ Τζέιμς σήμερα.Δεν έχει σκοτωμούς η μέρα.Απλά πάω να δώσω ζωή στην κονσόλα μου. Καλημέρα.

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Συνεχίζω.

Συνεχώς στη δουλειά,
προσπαθείς,
να καλύψεις τα σύγχρονα κενά σου,
το ενοίκιο,
την φορητότητα της μη-επικοινωνίας,
κάποια δανεικά
και τα 12ωρα να κάνουν στην άκρη να έρθουν 16ωρα
και τρέχεις,
και δεν φτάνεις λοιπόν.
Δεν ξέρεις πια τι άλλο να κάνεις.

Ξέχασες αυτό που ήσουν,
αυτό που ήθελες,
αυτό που ονειρεύτηκες,
κάποτε,
όχι τόσο παλιά.
Φτανεις στο όριο,
συχνά μέσα σε μια μέρα,
αλλά το πνίγεις,
σε ασφυκτικούς καπνούς,
σε θάλασσες από αλκοόλ,
σε διαφορετικές αγκαλιές,
τόσο κλισέ,
όσο και αυτά τα λόγια που μου βγαίνουν τώρα.

Απόψε πενθούμε την δημιουργικότητα,
θάβοντας ένα ένα τα όνειρα μας,
σε κήπους δανεικούς.
Τα λουλούδια που θα φυτρώσουν,
θα τα πετάξουμε στην πίστα ενός επαρχιακού σκυλάδικου.
Ετσι για επιβεβαίωση του αιδίου.
Ετσι για να γιορτάσουμε μία ακόμη καθημερινή ήττα.

Παγερά αδιάφοροι πλέον,
συντροφικά αρμενίζουμε.
Οπουδήποτε,
οτιδήποτε.
Μαζέψαμε τα μάτια του Οιδίποδα από το χώμα και τα φορέσαμε για φυλαχτό.
Ολοι ή μόνος.
Αυτά που είδαμε.
Αυτά που είδαμε.

Αυτά που είδα.
Δεν πρόλαβα να τα ακούσω να 'ρχονται.

Συνεχίζω.
Με την αίσθηση του κύματος,
και την ησυχία της σκιάς.

Σε κοιτάω.
Σε ακούω.
Συνεχίζω.